Τι να πεις... τι να πεις...
τίποτε...
μόνον ν' ακούσεις...
αυτό:
Αλλα τα βραδια - Β.Παπακωνσταντινου & Γ.Μιχαλακοπουλος (Αφηγηση) Στην υγειά μας 12-11-16
Αλλά τα βράδια - 1993
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης
Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου `ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητὴς ἀλλοτινῶν πραγμάτων,
ἀλλά… ἀλλὰ ποιὸς σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπὸ ἀρχαίους κατακλυσμούς.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα δὲν ἄντεξα.
Ἐμένα μὲ γνωρίζετε, τοὺς λέω.
Ὄχι, μοῦ λένε.
Ἔτσι πῆρα τὴν ἐκδίκησή μου καὶ δὲ στερήθηκα ποτὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους.
Κι ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μὲ πῆγαν βιαστικά…
Τί ἔχετε, μοῦ λένε.
Ἐγώ; Ἐγὼ τίποτα, τοὺς λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν,
μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.
Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μια μικρη ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικο που το ᾿χα μάθει ἀπο παιδί,
ξαναγύριζα στον ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλα ἐκεῖ κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιους που ὅλη τη μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στα παιδια
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τους ἀγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Και μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε για λίγο
κι ὅταν δεν πεθαίνει ὁ ἕνας για τον ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.
(εδώ το βίντεο όπου ακούγεται μόνον αυτό: https://youtube.com/shorts/SdJRcUN2THE?si=OsbLW3452uP41MvH
και συνεχίζει... )
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Δος μου το χέρι σου..
Δος μου το χέρι σου..
...................
και εδώ..
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/tasos_leibadiths_poems.htm
Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.
......................
https://tetradia.blogspot.com/2018/02/Tasos-Leivaditis-Periplaniseis.html
Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να
ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο
αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε. Σαν τους θαυματοποιούς που όλη
τη μέρα χαρίζουν τ' όνειρο στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους
αγγέλους —
ο άλλος αδελφός μου πέθανε στο γηροκομείο κι όταν πήγαινα να
τον δω, μου ζητούσε λίγα χρήματα τόσο παρακλητικά
που ο θάλαμος ευωδίαζε Χριστούγεννα. Και συχνά διέσχιζα έναν
επικίνδυνο δρόμο για να προλάβω ένα φάντασμα
ή τις νύχτες έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως και
βρω μια λεπτομέρεια
που να με δικαιώνει. Άλλα εκείνο που μ' έκανε ν' απορώ είναι
που υστέρα από μια ολόκληρη εξέγερση εγώ είχα ακόμα το
κεφάλι πάνω στους ώμους μου.
Κι ίσως αυτό να 'γινε γιατί πάντα ένας κήπος απλωνόταν γύρω μου
χωρίς κανείς να τον βλέπει.
Και κάθε φορά που ξυπνάω δυσκολεύομαι να ξαναβρώ την
ηλικία μου
ανεμίζει στο παράθυρο η κουρτίνα σα ν' αποχαιρετάει κάποιον που
μόλις έφυγε —
ώ νεότητα!
Συνήθως κάθομαι στη σάλα κοιτάζοντας τον τοίχο «Όμως αν το
δεις, θα χαθείς», μου 'λεγε η μητέρα κι έκλαιγε
«κι όμως, μητέρα — μόνο αν χαθώ θα το δω», και τότε ένιωθα
πως είχα έρθει από πολύ μακριά και πήγαινα ακόμα μακρύτερα
κι ο αέρας μύριζε απαλά σα να 'χαμε συγχωρεθεί για όλα
ή άλλοτε περπατώντας τη νύχτα ολομόναχος άκουσα ένα πιάνο
να παίζει
κι οι θλιμμένες νότες του ήταν σα να 'ρχονταν. απ’ το βάθος ενός
ονείρου
ή μιας άλλης ζωής
που πήγαινα; τι γύρευα; Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ;
Αλλά τι σημασία έχει;
αφού μόνο το ανεξήγητο είναι που δίνει κάποτε στα λόγια μας τη
μαγεία ενός χαμένου δειλινού,
ώρες νοσταλγίας, που μας κάνετε να ζήσουμε τρεις ζωές σ' ένα
μοναχικό απόγευμα
και συχνά στο διάδρομο συνάντησα πρόσωπα άγνωστα όπως όταν
έχεις χάσει το δρόμο
ή μας συμβαίνουν γεγονότα που μας φαίνονται τόσο γνώριμα,
πότε τα ξαναζήσαμε; που;
Ίσως γι' αυτό κλαίω σε ώρες ακατάλληλες.
Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ
αφήνεις έξω από την πόρτα μας
ένα μικρό γιασεμί.
.............................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου