«Λίγο
ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν, τα μάρμαρα να λάμπουν στον
ήλιο, τη θάλασσα να κυματίζει, λίγο ακόμα να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα».
Γιώργος Σεφέρης
Just
a little more And we shall see the almond trees in blossom The marbles
shining in the sun The sea, the curling waves. Just a little more Let us
rise just a little higher. ~
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα,
κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της,
η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος.
Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.
Γιώργος Σεφέρης
(Από την ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 στη Στοκχόλμη) Ζωγραφική : Προσωπογραφία του Γ. Σεφέρη από τον Γιάννη Ψυχοπαίδη
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα νάγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Τα παιδιά θέλουν παπούτσια
τα παιδιά θέλουν ψωμί
θέλουνε και φάρμακα,
δούλεψε κ' εσύ.
Γέλα, κλαίγε κι όλο λέγε, το παιδί: ζωή. Τίποτ' άλλο. Ζωή. Ζύμωνε στη σκάφη, πρώτο σου ζυμάρι, πρώτο σου ψωμί πρώτο σου σταυρόψωμο μια ψωμένια κούκλα για το παιδί. Ζύμωνε τη λάσπη, πρώτη σου μυστριά πρώτο πηλοφόρι ένα καλυβάκι μια μικρούλα αυλή για το παιδί. Ζύμωνε το χώμα με το δάκρυ-δάκρυ ζύμωνε τη λάσπη φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί να πετάει τη νύχτα και να κελαϊδεί για το παιδί. Τούτη είναι η ζωή μας τούτο το μεγάλο — τίποτ’ άλλο. Γέλα, κλάψε, πες ό,τι θες. Το παιδί: ζωή. Τίποτ' άλλο! Γ.Ριτσος.
Θυμούμαι,
κάθουμουν συχνά στο κατώφλι του σπιτιού μας, έλαμπε ο ήλιος, καίγουνταν
ο αγέρας, σ’ ένα μεγάλο σπίτι στη γειτονιά πατούσαν σταφύλια, μύριζε ο
κόσμος μούστο, κι εγώ σφαλνούσα τα μάτια ευτυχισμένος, άπλωνα τις φούχτες και περίμενα.
Kι έρχουνταν ο Θεός, όσο ήμουν παιδί ποτέ δε με γέλασε, έρχουνταν,
παιδί κι Αυτός σαν και μένα, και μου ’βαζε στα χέρια τα παιχνιδάκια Του —
τον ήλιο, το φεγγάρι, τον άνεμο.
«Χάρισμά σου, μου ’λεγε, χάρισμά σου, παίξε μαζί τους· εγώ έχω κι άλλα.»
Άνοιγα τα μάτια, ο Θεός εξαφανίζουνταν, μα απόμεναν στα χέρια μου τα παιχνιδάκια Του.