Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Ματωμένος Γάμος, τα τραγούδια










O Ματωμένος Γάμος...
Μάνα: η Κατίνα Παξινού...
('με ένα μαχαίρι... με ένα τόσο δα μικρό μαχαίρι!')


Σε ένα γάμο, μπορούμε να στηρίξουμε ένα ολόκληρο αφιέρωμα στον Χατζιδάκι;

Νανούρισμα από την παράσταση που μεταφέρθηκε στο ραδιόφωνο (1955)
Τραγουδούν:  Ρίτα Μουσούρη, Τόνια Καράλη

Νάνι το παιδί μου νάνι που δεν ήθελε νερό,
τ' άλογό μας το μεγάλο. Αχ καρδούλα μου ποιος ξέρει 
τι να λέει το ποταμάκι στο λιβάδι το χλωρό.

Νάνι, το νερό το μαύρο μες στα πράσινα χορτάρια
που ψιλό τραγούδι πιάνει. Νάνι την τριανταφυλλιά μου
που τη γης δάκρυο ποτίζει, τ' άλογό μας το καλό.

Έχει πόδια λαβωμένα, τραχηλιά κρουσταλλιασμένη,
έχει ένα ασημένιο λάζο καρφωμένο μες στα μάτια.
Μόνο μια φορά σαν είδε τ' αντρειωμένα τα βουνά
εχλιμίντρισε κι εχάθη στα νερά τα σκοτεινά.

Αχ πού πήγες άλογό μου που δεν ήθελες να πιεις,
αχ μαράζι μες στο χιόνι. Νάνι το γαρούφαλλό μου
που τη γης δάκρυο ποτίζει, τ' άλογό μας το καλό.

Μην έρχεσαι μη μπαίνεις, το παρεθύρι κλείστο
με φυλλωσιές ονείρου, μ' όνειρα φυλλωσιάς.
Κοιμάται το παιδάκι μου, σωπαίνει το μωρό μου.

Αχ πού πήγες άλογό μου που δεν ήθελες να πιεις,
άλογο της χαραυγής.

(Από τα ομορφότερα νανουρίσματα... 'που της γης δακρυοποτίζει... τ' άλογό μας το καλό...')



Ναι, αν είναι ο Ματωμένος Γάμος...
  • La madre: Μητέρα του Γαμπρού, ( Η Μάνα) έχασε τον άνδρα της και το μεγαλύτερο γιο της, που δολοφονήθηκαν από τους Φελίξ. Ο γάμος του γιου της συμβολίζει γι' αυτή την απέραντη μοναξιά μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της.
  • El Novio: Ο Γαμπρός, νεαρός κι ευκατάστατος, με την οικονομική άνεση να πετύχει έναν καλό γάμο.
  • La Novia: Η Νύφη, νέα κοπέλα από καλή οικογένεια, που ζει με τον πατέρα της λίγο παράμερα από το υπόλοιπο χωριό.
  • Léonardo: Ο Λεονάρντο είναι ο μόνος χαρακτήρας "με όνομα". Είναι παντρεμένος κι έχει ένα μικρό γιο με την ξαδέρφη της Νύφης. Είναι της οικογένειας των Φελίξ και παλιά ήταν αρραβωνιαστικός της Νύφης, αλλά δεν την παντρεύτηκε ελλείψει χρημάτων.
  • La Luna: To Φεγγάρι
  • La Muerte: Ο Θάνατος, με τη μορφή μιας ζητιάνας       (Από Βικιπαίδεια)



του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ισπανού Ποιητή...

 
¨Σήκω νύφη, ζηλεμένη¨ ...κι ήρθ' η ώρα η τιμημένη!!!... (ορχηστρικό)


σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου...

Ο Μάνος Χατζιδάκις μιλάει για τον ποιητή Γκάτσο... (1988)




και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι...

Ο Χατζιδάκις στο πιάνο, 
η Νένα Βενετσάνου στο τραγούδι 'Τωρα Νυφούλα μου χρυσή ' (απόσπασμα)

Ο Λάκης Παπάς, στο ίδιο τραγούδι ...(2010)...



Τώρα νυφούλα μου χρυσή
που βγαίνεις απ' το σπίτι σου
να θυμηθείς πως βγαίνεις
σαν τον αυγερινό.

Φρεσκολουσμένο το κορμί
καινούργιο το φουστάνι σου
βγαίνεις από το σπίτι σου
στην εκκλησιά να πας.

Α΄στοιχείο: Ο Νίκος ο Γκάτσος έμαθε Ισπανικά, μόνον και μόνον για να μπορεί να μεταφράσει το θεατρικό αυτό έργο του Λόρκα...

Κουβάρι, κουβαράκι 
Κουβάρι, κουβαράκι
τι θέλεις να γενείς;
Ένα χαρτί κρουστάλλι
έν΄ άσπρο γιασεμί.
Πριν γεννηθεί να σβήσει
πριν ζήσει να χαθεί.

Κουβάρι, κουβαράκι
τι λες να τραγουδήσεις;
Λαβωματιές κερένιες
καημούς από μυρτιά.
Η χαραυγή θα γιάνει
τον πόνο της νυχτιάς.

Κουβάρι, κουβαράκι
για ποιόν θέλεις να πεις;
Γι αγαπημένο φίλο
γαμπρό χωρίς μιλιά.
Τους είδα ξαπλωμένους
στη μαύρη λαγκαδιά.

Β' στοιχείο: Η μετάφρασή του θεωρείται από τις καλλίτερες παγκοσμίως, αν όχι η καλλίτερη!!!
Είναι ποιητικότατη...

Ο Γιάννης Χαρούλης, με συνοδεία λαγούτου, 
 στο 'Ήταν καμάρι της αυγής'

Ήταν καμάρι της αυγής
και καβαλάρης όμορφος.
Τώρα μια χούφτα χιόνι.

Γύρισε κάμπους και βουνά
και πανηγύρια πέρασε
στην αγκαλιά των κοριτσιών.

Ποιος το ‘λπιζε να γίνουνε
τα μούσκλια τα νυχτιάτικα
στεφάνι στα μαλλιά του;




Γ' στοιχείο: Η ιστορία βασίζεται σε αληθινό γεγονός, την αγάπη δύο εξαδέλφων στην Ισπανία ...

Γύρνα φτερωτή του μύλου (απόσπασμα)
από τον Χατζιδάκι και την Βενετσάνου 


Γύρνα φτερωτή του μύλου
πειραματικό σχολείο Πα. Μακ.


 Γύρνα φτερωτή του μύλου να περάσει το νερό,
μέριασε θολό ποτάμι να 'ρθει το συμπεθεριό,
έβγα στ' άσπρο σου μπαλκόνι φεγγαράκι μου χρυσό.

Τραγουδάνε τα νιογάμπρια και περνάν τον ποταμό,
λάμπει στο χορτάρι η πάχνη, φτάνει το συμπεθεριό.
Μέλι θα γιομίσει τώρα κάθε μύγδαλο πικρό.

Γύρνα φτερωτή του μύλου να περάσει το νερό
κι απ' τον ποταμό που λάμπει να 'ρθει το συμπεθεριό,
έβγα στ' άσπρο σου μπαλκόνι φεγγαράκι μου χρυσό.

Δ' στοιχείο: Στην  πρώτη παράσταση, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, νύφη ήταν η Έλλη Λαμπέτη... 

Ο δίσκος:  "Ματωμένος Γάμος" ( 1948) περιλαμβάνει 7 μουσικά θέματα. Δύο ορχηστικά και πέντε τραγούδια (Τώρα νυφούλα μου χρυσή, Νανούρισμα, Γύρνα φτερωτή του μύλου, Κουβάρι - κουβαράκι, Ήταν καμάρι της αυγής). Τραγουδάει ο Λάκης Παππάς. Την ορχήστρα και τη χορωδία διευθύνει ο Μ. Χατζιδάκις. Η ηχογράφηση έγινε τον Οκτώβριο του 1966. Κυκλοφορεί σε CD μαζί με το "Παραμύθι χωρίς όνομα" ( 1959) - θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με ερμηνευτή και πάλι τον Λάκη Παππά. 

Σημειώνει ο Μ. Χατζιδάκις προλογίζοντας το "Ματωμένο Γάμο" (1965): "Την εποχή που έγραφα τη μουσική του "Ματωμένου Γάμου", δύο μήνες πριν απ’ την παράστασή του στο θέατρο, την άνοιξη του 1948, στο ίδιο θέατρο, μιλούσα πρώτη φορά στους Αθηναίους για το Σύγχρονο Λαϊκό τραγούδι, το Ρεμπέτικο. Κι όπως ο Γκάτσος θέλησε να μεταφυτέψει τις ισπανικές προσωδίες στους λαϊκούς ποιητικούς ρυθμούς της γλώσσας μας, έτσι κι εγώ προσπάθησα να προεκτείνω τους ρυθμούς αυτούς στις παντοτινές πηγές της νεοελληνικής ευαισθησίας"
(Από το Πυξίδα στην πόλη)


Ε' στοιχείο: Στην μεταφορά του έργου στο ραδιόφωνο νύφη ήταν η Ελένη Χατζηαργύρη, η οποία πολύ αργότερα έπαιξε την μάνα...

Ελένη Χατζηαργύρη : Μάνα
Νόρα Βαλσάμη: Νύφη

Ελένη Χατζηαργύρη : Μάνα
Νόρα Βαλσάμη: Νύφη




Στ' στοιχείο: Όλο το έργο εδώ, για να απολαύσετε την μουσική του Χατζιδάκι και την ποίηση του Γκάτσου!!!

Ματωμένος Γάμος α΄μέρος
(Νύφη: Ελένη Χατζηαργύρη)

Ματωμένος γάμος β' μέρος
(Μάνα: Βάσω Μεταξά)

Ματωμένος Γάμος γ' μέρος
(Λεονάρντο: Θάνος Κωτσόπουλος)

Ματωμένος Γάμος δ' μέρος και τελευταίο
(Γυναίκα του Λεονάρντο: Τόνια Καράλη)


Από τα αγαπημένα μου θεατρικά έργα!!!

"Τι σπασμένα γυαλιά μου τρυπάνε την γλώσσα, γιατί έχτισα  να σε λησμονήσω πέτρινο τοίχο"... Λεονάρντο


Lamprini T. 












Χρήστος Λάσκαρης Επιμένω σ' έναν άλλο κόσμο.

Χρήστος Λάσκαρης
Επιμένω σ' έναν άλλο κόσμο.
Τον έχω ονειρευτεί.
Τόσο πολύ έχω σεργιανίσει μέσα του,
που είναι αδύνατο να μην υπάρχει.

..................
εκπληκτικός, γενικώς,

Lamprini T.



perry poetry, Did goodbye, She was, If tomorrow, Ποίηση Πέρρυ



Μήπως το αντίο σημαίνει αφήνεις να φύγει
και μήπως το αφήνεις να φύγει σημαίνει για πάντα;...
Πέρρυ ποίηση


Αυτή ήταν
κάθε χτύπος καρδιάς
κάθε ανάσα
κάθε όνειρο
τα πάντα
Ποίηση Πέρρυ

Ποίηση Πέρρυ
Αν το αύριο
φέρει νέα ελπίδα,
ελπίζω
να φέρει εσένα
perry poetry


Μία αποκάλυψη, ιντερνετική... 

Lamprini T. 






Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

Ο Αμερικάνος, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,



Tέχνη και Πολιτισμός
ΠΗΓΗ : 18 ώρες
Ο Αμερικάνος

Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), όπως αναφέρεται στον υπότιτλο του έργου. Δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στην εφημερίδα Άστυ στις 25 και 26 Δεκεμβρίου 1891. Είναι ένα διήγημα της ξενιτιάς, μια μπαλάντα της διασποράς, που τρώει τις καλλίτερες δυνάμεις του τόπου, από τα χρόνια εκείνα.

Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ-Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από τας φωνάς των θαμώνων, ενθουσιών από τον κρότον των κερμάτων, των πιπτόντων διά της άνωθεν οπής, ως τα στρουθία εις την παγίδα, εις το καλώς κλειδωμένον συρτάρι του. Το παιδί, ο δεκαπεντούτης Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν επρόφθανε να γεμίζη φιάλας εκ του βαρελίου, να κακοζυγίζη βούτυρον εκ του πίθου, να κενώνη μέλι εκ του ασκού, με την ποδιάν υψηλά εις το στήθος περιδεδεμένην, κι εξελαρυγγίζετο να φωνάζει αμέσως! εις οκτώ διαφόρους τόνους και ύψη· λέξιν την οποίαν με τον καιρόν είχε κατορθώσει να κολοβώση εις αμές! είτα να συντάμη εις ’μες! και τέλος ν’ απλοποιήσει εις ες!
Εις μίαν γωνίαν του μαγαζιού όμιλος εκ πέντε ανδρών εκάθηντο κι’ έπιναν την μαστίχαν των, πριν διαλυθώσι και απέλθωσιν οίκαδε δια το δείπνον. Ήσαν όλοι εμποροπλοίαρχοι του τόπου, περιμένοντες την κατάδυσιν του Σταυρού διά ν’ αποπλεύσωσι, κι’ εδεξιούντο ένα συνάδελφόν των, εκείνην την εσπέραν φθάσαντα αισίως με την σκούναν του, τον καπετάν Γιάννην τον Ιμβριώτην· έκαμαν όλοι με την σειράν τα μουσαφιρλίκια, είτα ο καπετάν Γιάννης ηθέλησε και αυτός να τους κάμει τα σαλαμετλίκια. Είτα είς έκαστος των φίλων επροθυμήθη να κάμη κι’ εκ δευτέρου τα μουσαφιρλίκια, και πάλιν ο καπετάν Ιμβριώτης εξανάκαμε τα σαλαμετλίκια. Έως εδώ ευρίσκοντο και ωμίλουν ζωηρώς περί πραγμάτων του επαγγέλματός των, περί ναύλων, κεσατίων, περί σταλίας, περί φορτώσεων κι’ εκφορτώσεων, περί ναυαγίων και αβαριών. Ο καπετάν Γιάννης διηγείτο διά μακρών τα του τελευταίου ταξιδίου του, και είπεν ότι, ακουσίως του, ένεκα δυστροπίας τών τουρκικών αρχών, ηναγκάσθη να διατρίψει επί ημέρας εν Βόλω, όπου είχε προσεγγίσει προς μερικήν εκφόρτωσιν.

- Α! δεν σας είπα και ένα γιουλτζή που πήρα απ’ το Βόλο, είπε.
- Επήρες κανέναν επιβάτη απ’ το Βόλο; ηρώτησεν εις των φίλων του.
- Δεν ηθέλησε να ξεμπαρκάρη, έμεινε μες στη σκούνα. Του είπα να τον πάρω μ’σαφίρη στο σπίτι, και δε θέλησε.
- Και για πού πάει;
- Έως εδώ, κατά το παρόν. Τον ηρώτησα, δεν ηθέλησε να μου πει.
- Και τι δουλειά έχει εδώ;
- Τι άνθρωπος είναι;
- Πώς σου φάνηκε; διεσταυρούντο αι ερωτήσεις των πλοιάρχων.
- Είναι άνθρωπος που έχει ξουραφισμένο το μουστάκι και τα γένεια, κι έχει αφημένες μόνον τρίχες αποκάτ’ απ’ το σιαγόνι και στο λαιμό. Μου φάνηκε σαν Εγγλέζος, σαν Αμερικάνος, μα όχι πάλι σωστός Εγγλέζος ούτε σωστός Αμερικάνος· τα ολίγα λόγια που μου είπε ρωμέικα, τα είπε μ’ έναν τρόπο δύσκολο και συλλογισμένο, όχι και πολύ ξενικό, σαν να ήξερε μια φορά ρωμέικα και τα ξέχασε. Τις πλειότερες φορές συνενοηθήκαμε με κάτι λίγα ιταλικά που ξέρω κι εγώ.
- Σου είπε τ’ όνομά του;
- Στα χαρτιά τον επέρασα ως Τζων Στόθισον, με αμερικάνικο πασαπόρτι.
Την στιγμήν εκείνην ο καπετάν Γιάννης, όστις εκάθητο ερείδων τα νώτα επί του τοίχου, προς την θύραν βλέπων, ακουσίως ανέκραξεν:
- Α! να τος!

Όλοι εστράφησαν προς την θύραν.
Είχεν εισέλθει άνθρωπος υψηλός, καλοφορεμένος, ως σαρανταπέντε ετών, ωραίος, ανοικτοπρόσωπος, εξυρισμένος μύστακα και γένειον, πλην ολίγων τριχών υπό τον πώγωνα και προς τον λαιμόν, με παχείαν χρυσήν καδέναν επί του στήθους, αφ’ ης εκρέμαντο μικρόν εγκόλπιον καί τινες βώλοι χρυσού. Ποίας φυλής, ποίου κλίματος ήτο, δυσκόλως ηδύνατο να εικάσει τις. Εφαίνετο αποκτήσας οιονεί επίχρισμα επί του προσώπου, ως προσωπίδα τινά άλλου κλίματος, ευζωίας και πολιτισμού, υφ’ ην ελάνθανε κρυπτομένη η αληθής καταγωγή του. Εβάδιζε με βήμα αβέβαιον, ρίπτων βλέμμα έτι αβεβαιότερον προς τα περί αυτόν πρόσωπα και πράγματα, ως να προσεπάθει να κατατοπισθή όπου ήτο.

Ενώ προ της δύσεως του ηλίου ηρνήθη, ως διηγείτο ο πλοίαρχος Ιμβριώτης, ν’ αποβιβασθή εις την πολίχνην, άμα ενύκτωσε παρεκάλεσε τον επί του πλοίου μείναντα ναύτην, όστις, επειδή δεν ήτο εντόπιος, δεν είχε πού να υπάγει, κι έμεινε φύλαξ της σκούνας, να τον αποβιβάση εις την ξηράν. Ο ναύτης υπήκουσεν. Ο ξένος άφησε την αποσκευήν του, συγκειμένην από τρεις υπερμεγέθεις κασσέλας, εις τον θάλαμον της πρώρας, κι’ εξήλθεν. Άμα αποβιβασθείς, ευρέθη εις την παραθαλάσσιον αγοράν, κι εκοίταξε δεξιά-αριστερά, ως να μη εγνώριζε πού ευρίσκετο. Έξω εις το ύπαιθρον άνθρωποι δεν ήσαν, διότι ήτο ψύχος δριμύ· τα βουνά χιονισμένα ολόγυρα. Ήτο τη 24 Δεκεμβρίου 187… Εκοίταξεν εντός εις δύο ή τρία καπηλεία και καφενεία, είτα εις δύο εμπορικο-παντοπωλεία διφυή, οία τα των χωρίων. Αλλά δεν εφάνη ευχαριστημένος, ως μη αναγνωρίσας αυτά, κι’ εξηκολούθησε τον δρόμον του. Ανέβη εις την μικράν πλατείαν, έμπροσθεν του ναού των Τριών Ιεραρχών. Εκεί εφάνη ότι ανεγνώρισε το μέρος. Και δεν έκαμε τον σταυρόν του, άμα είδε την εκκλησίαν, αλλ’ εις το σκότος έβγαλε το καπέλον του, και πάλιν το εφόρεσεν, ως να συνήντησε παλαιόν φίλον και τον εχαιρέτα. Είτα προσέβλεψεν αριστερά, είδε το μικρόν οινοπαντοπωλείον του Μπέρδε, κι’ επλησίασεν. Εστάθη επ’ ολίγας στιγμάς κι εκοίταξεν εντός. Τέλος εισήλθεν. Είναι αληθές ότι δεν είχεν ιδεί τον πλοίαρχον Ιμβριώτην, όστις, καίτοι προς την θύραν βλέπων, εσκιάζετο εν μέρει απ’ αυτούς τους συναδέλφους του, μεθ’ ων συνέπινε, τους στρέφοντας τα νώτα προς την θύραν, κι επεπροσθείτο από άλλον τινά όμιλον ορθών ισταμένων και πινόντων παρά το λογιστήριον, έμπροσθεν του οποίου ίσταντο αι φιάλαι με τα ποτά. Εάν τον είχεν ιδεί, ίσως δεν θα εισήρχετο.
- Να ο Αμερικάνος, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Ιμβριώτης δείξας τον εισελθόντα προς τους συναδέλφους του.

Οι τέσσαρες εμποροπλοίαρχοι έστρεψαν τους οφθαλμούς προς τον νεωστί ελθόντα και τον εκοίταξαν απλήστως.
- Μπόνο πράτιγο, σινιόρε, έκραξεν ο Ιμβριώτης· απεφάσισες, βλέπω, κι’ εβγήκες.
Ο ξένος έκαμε σημείον χαιρετισμού με την χείρα.
- Πλήιζ κάπτην(ορίστε καπετάνιε), είπεν εις των εμποροπλοιάρχων, ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος, ιδιοκτήτης μεγάλου βρικίου, όστις είχε κάμει δύο ταξίδια εις τον ωκεανόν, μέχρι Λονδίνου, και είχε μάθει οκτώ ή δέκα αγγλικάς φράσεις.
- Θεγκ-ιού σερ (ευχαριστώ, κύριε), απήντησεν ευγενώς ο ξένος.
Και έρριψε μίαν δεκάραν εις το λογιστήριον, ειπών εις τον παίδα μόνον την λέξιν ταύτην: «ρουμ!» Λαβών δε εις την χείρα το ποτήριόν του, δια να μη δείξη ότι απέφευγε συστηματικώς τους ανθρώπους, επλησίασε προς τον όμιλον, και είπεν ελληνιστί, μετά τινος παχυστομίας και δυσκολίας περί την προφοράν.
- Ευχαριστώ, κύριοι· δεν είμαι να καθίσω να κάμω τωκ, και δύσκολο σ’ εμένα να κάμω τωκ ρωμέικα.
- Τι λέει; είπε συνοφρυωθείς ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος· δε θέλει να κάμει τόκα μαζί μας;
Ο ξένος ήκουσε, κι’ έσπευσε να επανορθώσει την παρανόησιν.
- Με συμπάθειο, κύριε· είπα, να κάμω τωκ, να κάμω κονβερσατσιόνε, πώς το λένε;
- Θέλει να πει, δυσκολεύεται να κάμει κουβέντα στη γλώσσα μας, είπεν εννοήσας ο καπετάν Ιμβριώτης.
- Α! ναι, κουβέντα, είπεν ο ξένος· ξέχασα τα λόγια ρωμέικα.
- Αντ χουέρ γιου κομ; είπεν ο Κουρασάνος, σολοικίζων αγγλιστί το: πόθεν έρχεσαι;
-Στην ώρα εδώ ήρθα, απήντησεν ο Αμερικάνος· ύστερα δεν ξέρω, κι άλλα ταξίδια θα κάμω.
Ο καπετάν Κουρασάνος τον εκοίταξε μηδέν εννοών.
- Δεν κάθεσαι, σινιόρε; είπεν ο Ιμβριώτης· πού θα βρης καλύτερα;
- Δεν κάθομαι, πάω να κάμω γουώκ, να φέρω γύρο, πώς το λέτε;
- Να κάμεις σπάτσιο;
- Α, ναι, σπάτσιο, είπεν ο ξένος· ναι, βλέπω, σαν δεν ειπεί ένας λόγια ιταλικά, δεν καταλαβαίνει άλλος ρωμέικα.

Έκαμε νεύμα αποχαιρετισμού, κι εστράφη προς την θύραν. Οι πέντε πλοίαρχοι έμειναν πλέοντες, μετά την συνδιάλεξιν ταύτην, εις μεγαλύτερον πέλαγος αγνοίας, ή εις όσον πριν είχον αναχθεί εκ των εξηγήσεων του συναδέλφου των Ιμβριώτη.

Εξελθών του καπηλείου ο ξένος, διηυθύνθη προς την Κολώναν, την ισταμένην απέναντι των Τριών Ιεραρχών, εξ ης έδενον το πάλαι τα πρυμνήσια των παραχειμαζόντων εις τον λιμένα πλοίων. Έστρεφε το βλέμμα δεξιά και αριστερά, και τέλος το προσήλωσεν επιμόνως είς τινα μικράν οικίαν, την οποίαν εκοίταξεν επί μακρόν, ως να προσεπάθει ν’ αναμνησθή και ν’ αναγνωρίση τι. Τέλος εισήλθεν εις στενόν δρομίσκον διασχίζοντα την συνοικίαν, κι’ έγινεν άφαντος.
Εάν εν τούτοις τον παρηκολούθει τις, θα έβλεπεν ότι, αφού προέβη ολίγα βήματα, εστράφη υψηλότερα και ανήλθε, τέσσαρας οικίας ανωτέρω του μικρού οίκου, τον οποίον επιμόνως εκοίταζε πριν, όπου μεταξύ δύο οικιών εσχηματίζετο κενόν τι, εν μέρει θαπτόμενον από λείψανα δύο τοίχων.
Εφαίνετο ότι ήτο χάλασμα, ερείπιον οικίας ου προ πολλού κατεδαφισθείσης. Ο ξένος, αφού εκοίταξε τριγύρω, να ίδει μήπως τον παρετήρει τις, εισήλθε δειλός εις το χάλασμα εκείνο, όπου εις την γωνίαν των δύο τοίχων εφαίνετο κόγχη τις μαυρισμένη, ως να υπήρχεν εστία εκεί το πάλαι. Εισήλθεν ασκεπής, κρατών τον πίλον εις τας χείρας, εγονάτισε, κι εστήριξε το μέτωπον επί των ψυχρών λίθων της γωνίας εκείνης, και αφού έμεινεν επί τρία λεπτά γονυκλινής, ηγέρθη, εσπόγγισε τους οφθαλμούς του, και απεμακρύνθη βραδέως.

Επανελθών πάλιν χαμηλότερον, εστάθη εις το μέσον του δρομίσκου, ου μακράν της οικίας, την οποίαν πριν εφαίνετο ότι εκοίταζεν. Εστάθη, και αφού έρριψε βλέμμα ολόγυρα, ίνα ίδει μή τις τον παρηκολούθει, έτεινε το ούς. Τι ήκουεν άρα γε; Ίσως ήκουε τα διασταυρούμενα και φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα των παίδων της γειτονιάς, οίτινες επισκεπτόμενοι τας οικίας, έψαλλον τα Χριστούγεννα. Εδώ μεν ηκούοντο οι στίχοι:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
εβγάτ’, ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται.
εκεί δε αντήχει:
Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου.
και αλλαχού:
Ν’ ασπρίσης σαν τον Έλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι.
φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς και ευθυμίας.
Αίφνης ο ξένος ηναγκάσθη να παραμερίση, διότι ζεύγος παιδίων, ων το έν εκράτει και φανάριον, αρτίως καταβάντα από μίαν κλίμακα, ήρχοντο προς τα εδώ. Επέστρεψε βήματά τινα οπίσω, προς το μέρος οπόθεν είχεν έλθει. Τα παιδία ήλθαν πλησίον, και ουδέ τον παρετήρησαν καν. Ανέβησαν την κλίμακα εκείνης ακριβώς της οικίας, την οποίαν είχε κοιτάξει διά μακρών ο ξένος, Τούτο ιδών έκαμε κίνημα, κι εστράφη οπίσω πάλιν, μετά ζωηρού ενδιαφέροντος. Εστάθη κι έτεινε το ούς.
Τα παιδία έκρουσαν την θύραν.

- Να ’ρθούμε να τραγουδήσουμε, θειά;
Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη ένδοθεν βήμα, ηνοίχθη η θύρα, και γραία τις με μαύρην μανδήλαν προκύψασα, είπε με θλιβεράν φωνήν:
- Όχι, παιδάκια μ’, τι να τραγ’δήστε από μας; Έχουμε μεις κανένα; Καλή χρονίτσα να’ χετε, κι σύρτε αλλού να τραγ΄δήστε.
Τους έβαλε μίαν πενταρίτσαν εις την χείρα, και τα παιδία έφυγαν ευχαριστημένα, διότι, χωρίς άλλον κόπον, ειμή την ανάβασιν και κατάβασιν της κλίμακος, εκέρδισαν μίαν πεντάραν.
Ο ξένος, αόρατος από τινος γωνίας, είδε την ερρυτιδωμένην εκείνην μορφήν, και ήκουσε την πικραμένην φωνήν εκείνην. Περίεργον δε ότι αφήκε στεναγμόν ανακουφίσεως, εφάνη ως να εχάρη.
Του ήλθε τότε μία ιδέα, την οποίαν, χωρίς να συλλογισθή πολύ, έβαλεν εις ενέργειαν. Αφού εκλείσθη η θύρα και η γραία έγινεν άφαντος, τα παιδία κατέβησαν την κλίμακα ανταλλάσσοντα λέξεις τινάς.
- Τώρα έχουμε, βρε Γληόρ’, μια κι εξηνταπέντε.
- Κι από πόσα κάνει να πάρουμε; είπεν ο άλλος, όστις ήτο κάσσα. Από ογδόντα λεπτά.
- Δε θε-μοιραστούμε κι τ’ν πεντάρα αυτ’νής τς γριάς;
- Ναι, θε-τ’νε-μοιραστούμε, βρε Θανάσ’· ογδόντα ου ένας κι ογδόντα ου άλλους.
- Τ’νε-παίρνουμε, βρε Γληόρ’, καρύδια, κι τα μοιραζόμαστε.
- Κι σα μας δώσ’νε πέντε καρύδια, από πόσα θε-πάρουμε;
Αίφνης ο ξένος επαρουσιάσθη ενώπιον των παιδίων, προτείνων την χείρα και δεικνύων αυτοίς εν τάλληρον.

Τα παιδία, τα οποία δεν είχαν ιδεί άλλοτε άνθρωπον ξυραφισμένον γένεια-μουστάκια, εξαφνίσθησαν, και το εν, το κρατούν τον φανόν, αφήκε μικράν κραυγήν, ενώ το άλλο, του οποίου η τσέπη εβρόντα, ετρέπετο εις φυγήν. Τότε ο Θανάσης, υποπτεύσας ότι, αν έφευγεν ο Γληόρης, ίσως την επαύριον θα εκρύπτετο και δεν θα του έδιδε λογαριασμόν, αφήκε το φανάρι κατά γης, και ήτο έτοιμος να τρέξει, να κυνηγήσει τον φεύγοντα. Μεθ’ ετοιμότητος τότε ο Αμερικάνος επρόφτασε να δείξει εις το φως του φαναρίου το τάλληρον, το οποίον είχεν εις την χείρα, και να είπει:
- Στάσου· πάρε αυτό ντόλλαρ.
Διχαζόμενον μεταξύ δύο φόβων και δύο επιθυμιών, το παιδίον εστάθη απορούν τι να κάμει, και τα μεν γόνατά του έτρεμαν, η δε όψις του εφαίνετο κάπως φοβισμένη.
- Δυό λόγια να μου ειπείς θέλω, είπεν ξένος· αυτό σπίτι, επήγατε απάνου, ποιος ζει;
Το παιδίον δεν ενόησε καλώς.
- Τι λες, μπάρμπα; είπεν αρχίσαν να λαμβάνη θάρρος.
Ο ξένος έβαλεν εις την χείρα του το τάλληρον, κι’ επροσπάθησε να εξηγηθεί ευκρινέστερα.
- Επήγατε τώρα απάνω σπίτι· η γριά στην πόρτα ήρθε, ποιος άλλος μαζί της ζη αυτό σπίτι;
Ο παις εδυσκολεύετο να εννοήση. Εν τούτοις, αφού έλαβε το τάλληρον, πας φόβος έπαυσε παρ’ αυτώ.
- Εδώ απάνου, είπεν, είναι η θεια-Κυρατσού· μας έδωκε κι μια πεντάρα. Είναι κι άλλη μια, δε ξέρου τι τ’ν έχει.
- Θυγατέρα της απάνου μαζί της είναι;
- Θυγατέρα της πρέπει να ’ναι, ναι.
- Είναι παντρεμένη θυγατέρα της;
- Δε ξέρου αν είναι παντρεμένη· μα δε φαίνεται να ’χη άνδρα.
- Και πόσα χρόνια είναι θυγατέρα της;
- Δε ξέρου πόσα χρόνια είναι· μα πρέπει να ’ναι καθώς γεννήθηκε ως τώρα.
Και ο παις, αναλαβών τον φανόν του, έφυγε τρέχων, σφίγγων εις την παλάμην του το τάλληρον, μη εμπιστευόμενος να το βάλει εις την τσέπην· έτρεχε δε να εύρη τον Γληόρην, να του ζητήση το μερίδιόν του. Ο ξένος δεν εδοκίμασε να τον εμποδίση.
Μετά ταύτα ο Αμερικάνος απεμακρύνθη, κατήλθε την παραθαλασσίαν αγοράν, όπου δύο ή τρία καφενεία είχαν φως, εκοίταξεν εις ποίον τούτων ήσαν ολιγώτεροι θαμώνες, και εισήλθεν εις εν, όπου ένα μόνον άνθρωπον είδε, τον καφετζήν. Ο γέρων, αρτίως ξυραφισθείς, με τον μύστακα στριμμένον, με την βράκαν κοντήν, με υψηλά υποδήματα, με την ποδιάν καθάριον, ητοιμάζετο, φαίνεται, να κλείση, αλλ’ άμα είδεν εισελθόντα τον Αμερικάνον, τον εκοίταξε μετά περιεργείας. Ούτος παρήγγειλε να του δώσει ρούμι, ρίψας δεκάραν επί του λογιστηρίου. Ιδών ο μπάρμπ’- Αναγνώστης την δεκάραν, ηθέλησε να του επιστρέψη την πεντάραν, αλλ’ ο άνθρωπος είπε: «Νόου! νόου!», και τότε ο καφετζής του έβαλε κι άλλο ρούμι, διά να κλείσει την πεντάραν, ως ενόμιζεν· αλλ’ ο ξένος έρριψεν επί της τραπέζης και άλλην δεκάραν. «Δε θα ξέρη ρωμέικα, ως φαίνεται», εσυλλογίσθη ο μπάρμπ’- Αναγνώστης, και διά να δοκιμάσει του απέτεινεν τον λόγον:
- Τώρα, νεοφερμένος είστε;
- Εγώ σήμερα έφθασα, με καπετάν Γιάννη γολέτα.
- Του καπετάν Γιάννη του Ιμβριώτη;
- Ναι, ημπορείς ελόγου σου να κάμης ποντς;
- Μετά χαράς, είπεν ο μπάρμπ’ Αναγνώστης.
Και προσπαθήσας ν’ ανακαλέσει εις την μνήμην τας αρχαίας γνώσεις του, εδοκίμασε να κατασκευάσει πόντσι, αλλά το ρούμι δεν ήναπτε, και ούτω το προσέφερεν όπως-όπως εις τον ξένον. Ούτος δεν έκαμε παρατήρησιν, κι έρριψεν αργυρούν σελλίνι επί της τραπέζης.
Ο μπάρμπ’- Αναγνώστης το έλαβε.
- Πόσο πάει αυτό;
- Δεν ξέρω εγώ μονέδα του τόπου, είπεν ο άγνωστος.
Ο γέρων ήνοιξε το συρτάρι του, κι εζήτει αν θα είχεν αρκετά κέρματα διά να δώσει τα ρέστα, αλλά δεν έβρισκε πλείονα των ογδοήκοντα λεπτών εις δεκάρες, πεντάρες και δίλεπτα. Εν τούτοις δεν του εσυγχώρει η συνείδησις να δολιευθή τον πελάτην, και είπε:
- Σφάντζικο δεν σας βρίσκεται, κύριε;
- Δεν έχω εγώ μονέδα άλλη από Αγγλία και Αμέρικα, είπεν ο ξένος.
- Δεν βγαίνουν τα ρέστα, κύριε. Πάρτε το ασημένιο σας. Αυτό θα πάει, πιστεύω, ως μια και τριανταπέντε, μια και σαράντα. Αύριον μου δίνετε είκοσι λεπτά.
- Κράτησε το σίλλιν, δε θέλω ρέστα.
Ο μπάρμπ’- Αναγνώστης έμεινε χάσκων, θεωρών απλήστως τον ξένον. Αλλά την στιγμήν εκείνην εισήλθεν όμιλος εκ τριών ανθρώπων, και σταθέντες έμπροσθεν του λογιστηρίου, διέταξαν να τους δώση από ένα ποτόν. Ο εις των τριών τούτων ανθρώπων, οινόφλυξ, ετραγουδούσεν ατάκτως:
Ντελμπεντέρισσα Βασίλω,
στρώσ’ το μπράτσο σου να γείρω…
Ο δεύτερος, γυμνός το στήθος και ανυπόδητος, με τοιούτον ψύχος, ήρχισε να κοιτάζει επιμόνως τον ξένον.
- Κάπου τον είδα εγώ αυτόν, εμορμύρισε μασημένα.
Ούτοι ήσαν οι αχθοφόροι της πόλεως, οι ίδιοι και διαλαληταί, τριμελής φαιδρά συντεχνία, περνώντες τον καιρόν των να πίνωσι το βράδυ παν ό,τι εκέρδιζαν την ημέραν. Ο τραγουδιστής, αλλάξας αίφνης ρυθμόν και ήχον, επανέλαβεν:
Έβγα να ιδής, έβγα να ιδής,
σκύλα, κορμί που τυραγνείς.
- Εβίβα, παιδιά! και συνέκρουσαν θορυβωδώς τα ποτήρια. Και ο άλλος, ο γυμνόστερνος και γυμνόπους, δεν έπαυε να κοιτάζει επιμόνως τον άγνωστον. Και ο πρώτος εξηκολούθησε να τραγουδή:
Βασίλω μ’, τα κουμπούρια σου
με τι τα ’χεις γεμάτα;
βαριά, π’ ανάθεμά τα!
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη βαρύ βήμα ένδοθεν της αγούσης άνω εις την οικίαν ξυλίνης κλίμακος, ήτις φρακτή με σανίδωμα έκοπτε μίαν των γωνιών του καφενείου. Και εις τα άνω του σανιδώματος υπό το πάτωμα ηνοίχθη θυρίς, και μία κεφαλή με άσπρον σκούφον, με λευκόν μύστακα και με χονδρούς χαρακτήρας επρόβαλεν εκ της θυρίδος.
- Μα πόσες φορές σ’ το είπα, Αναγνώστη, εξήλθε διά της θυρίδος εκ της κεφαλής της επιφανείσης χονδρή φωνή συμπληρούσα τους χονδρούς χαρακτήρας· δε θα βάλης γνώση; Χαλνάς την ησυχίαν των νοικοκυραίων! Τι μέρα ξημερώνει αύριο, κι έχουμε τραγούδια και φωνές πάλι; Και ώρα είναι τώρα;
Ήτο δε ογδόη και ημίσεια. Ο τραγουδιστής της αχθοφορικής τριανδρίας, λαβών τον λόγον, μετά κωμικής σοβαρότητος, είπε:
- Τώρα θα φύγουμε, καπετάν Αναστάση. Δεν το καταδεχόμαστε μεις να σας χαλάσουμε την ησυχία σας.
- Σώπα εσύ, ζω! έκραξεν ο Αναστάσης.
- Τώρα αμέσως, καπετάν Αναστάση, θα κλείσω. Δεν μπορώ, βλέπεις, να διώξω τους ανθρώπους, εφώνησεν ο καφετζής.
- Τέτοια τίμια μούτρα! ανεκάγχασεν από της θυρίδος ο καπετάν Αναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσεριμόνιες μαζί τους.
- Α! εμείς δεν σας προσβάλαμε, καπετάν Αναστάση· η αφεντιά σου, βλέπω, μας προσβάλλεις, είπεν ο αχθοφόρος.
Και ταπεινή τη φωνή εμορμύρισε:
- Το νοίκι το θέλεις σωστό, και ξέρεις να το γυρεύεις και μπροστά· μα σα δε βγάλει κι αυτός ο φτωχός μια πεντάρα, πώς θα σ’ το πληρώσει;
- Σιωπάτε, τώρα έχει δίκιο, γιατί ξημερώνει Χριστούγεννα, είπεν ο ευσυνείδητος καφετζής· άλλες φορές φαίνεται σκληρός, ο βλοημένος.
Η κεφαλή με τον άσπρον σκούφον εν τω μεταξύ είχε γίνει άφαντος από την θυρίδα, ο δε μπάρμπ’ Αναγνώστης ητοιμάσθη να κλείσει. Οι τρεις αχθοφόροι εξήλθον κρατούμενοι εκ των χειρών και άδοντες. Ο ξένος έκαμε νεύμα αποχαιρετισμού διά της κεφαλής και είχεν εξέλθει προ αυτών, αλλ’ ο καφετζής τον ανεκάλεσε και του είπε:
- Και πού θα κοιμηθείτε απόψε; έχετε μέρος να μείνετε; Πού είστε, κύριε; εγώ εδώ θα πλαγιάσω. Αν θα πάτε μες στη σκούνα, καλά, ειδεμή, αν αγαπάτε, μείνατε εδώ, έχει ζέστη.
- Δεν έχω ύπνο, είπεν ο ξένος· εγώ θα φέρω γύρο, και ύστερα, βλέπουμε.
- Όποτε αγαπάτε, χτυπήστε μου την πόρτα, να σηκωθώ να σας ανοίξω. Έχω και ρούχα να σας δώσω.

Την φοράν ταύτην ο Αμερικάνος, διευθυνθείς εις την συνοικίαν εκείνην δι’ άλλου μικροτέρου δρομίσκου, έβλεπε την οικίαν εκείνην, ήτις ήτο το αντικείμενον της μερίμνης του, εκ της ετέρας πλευράς, της νοτιοδυτικής. Αντικρύ του μικρού οικίσκου, παρά τινα γωνίαν γειτονικής οικίας, υπήρχε σωρός τις ξύλων και πετρών, αποκείμενος εκεί τις οίδε προ πόσων χρόνων ως εκ κατεδαφισθείσης οικίας ή ερειπίου καταρρεύσαντος. Επί της προς τα εκεί προσόψεως του οικίσκου έφεγγε μικρόν παράθυρον, με το έν φύλλον κλειστόν, με το άλλο ανοικτόν, και διά της υέλου ηδύνατό τις να ίδει το εσωτερικόν, ανερχόμενος επί τινος υψώματος. Ιδών ο ξένος ότι ο δρόμος ήτο έρημος, και ουδέ σκιά διαβάτου εφαίνετο, ανέβη εις το ύψος του σωρού εκείνου, και με παλμόν καρδίας κατεσκόπευσε τα έσω του οικίσκου. Αντικρύ της υέλου του μικρού παραθύρου, του έχοντος το εν παραθυρόφυλλον ανοικτόν, ήτο η εστία, με ασθενές πυρ καίον, με ένα δαυλόν σπινθηρίζοντα, με το κανδήλι ανημμένον προ των ιερών εικόνων εκεί υψηλά. Παρά την εστίαν εκάθητο γυνή τις, νέα ακόμη, ως εφαίνετο, στηρίζουσα την κεφαλήν της επί της χειρός, συλλογισμένη, θλιμμένη. Εκίνει δε τα χείλη, και η φωνή της εψιθύριζε κάτι, και ο ψίθυρος απετέλει ελαφρόν μινύρισμα άσματος με ασθενή φωνήν, καθαράν μεν και παρθενικήν, αλλά μαραμμένην· και εις τα ώτα του ξένου έφθασαν ευκρινώς οι δύο ούτοι στίχοι:
Αλλοίμονον κι αλλοί-καημός!
του γεμιτζή ξενιτεμός…

Ο ξένος ησθάνθη πόνον εις την καρδίαν και δάκρυ εις το βλέφαρον. Του ήρθε τότε αποτόμως να καταβή από τον σωρόν, να τρέξη και ανέλθει εις την οικίαν· διά να κάμη τι; Κι αυτός καλά δεν εγνώριζεν. Εν τοσούτω εκρατήθη. Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη ελαφρός κρότος εις το πάτωμα, τριγμός, ως ν’ ανέβαινέ τις εσωτερικήν κλίμακα, ως να εκλείετο κλαβανή τις. Δευτέρα γυνή, κυρτή, με μαύρην μανδήλαν, γερόντισσα, ήλθε πλησίον της εστίας, και γονατίσασα προ αυτής, έρριπτε ξυλάρια εις το πυρ. Ήτο αυτή εκείνη, ήτις είχε δώσει την πεντάραν εις τα δύο παιδία και τα απέπεμψεν.

- Δε μαζώνεις το νου σ’, θα πω, δυχατέρα; Ούλο θα κλαις, πλιο;… Τα! τι λογάτε;… Σα σ’ ακούω, δυχατέρα!…ξεχωρίσαμε απ’ τον κόσμο, πλιο… Τι, μοναχή σ’ είσι;… Όντις σ’ εγυρεύανε, τότες που ήτανε σ’νέχ’, που πήε σ’ν Αμέρικα ου προκομμένους, γιατί δε θέλησες κανένανε; Δε σ’ τα ’λεγα εγώ; Γιατί δεν ακούς τ’ μάννα; Σ’ τα ’λεγα, ένα κιριμέ. Τώρα, σα μεγάλωσες, ποιος φταίει; Κι μοναχή σ’ τάχα είσι; Είν’ άλλες μεγαλύτερις. Του Μυγδαλιώ τς Μάχους, κι του Κρουσταλλιώ τς Γιώργινας, τι σ’νέριο τς έχεις εσύ;
Ο ξένος ήτο όλος ώτα, κι εφαίνετο παραδόξως εννοών τι έλεγεν η γραία, μάλλον εξ επιπνοίας και συνειδήσεως, ή από τα ολίγα ελληνικά όσα εφαίνετο να ηξεύρη.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βήματα και ομιλίαι εις το άκρον της οδού. Δύο άνθρωποι ήρχοντο προς τα εδώ. Ο ωτακουστής έσπευσε να καταβή από την σκοπιάν του και ν’ απομακρυνθή. Έφθασεν εις το πέρας του δρομίσκου, και στραφείς δεξιά, ευρέθη πάλιν εις την μικράν πλατείαν προ του ναού των Τριών Ιεραρχών.

Το μικρόν καπηλείον, εξ ου ήρχισεν η παρούσα διήγησις, ήτο ανοικτόν ακόμη. Ο Δημήτρης ο Μπέρδες δεν περιεφρόνει και τα μικρά κέρδη, δεν απηξίου καμμίαν πεντάραν ουδέ δίλεπτον. Ωνόμαζε τα τοιαύτα «μικρά δολώματα». Τα άλλα, τα αφ’ εσπέρας, τα ωνόμαζε «παραγαδίσια». Ό,τι βγάλει κανείς , έλεγεν, ή με συρτή, ή με πεζόβολο, καλό είναι. Επεριποιείτο τον κλήτορα και τους χωροφύλακας, εκέρνα νερωμένο κρασί εις την περίπολον ή πολιτοφυλακήν της νυκτός, και του επέτρεπαν να έχη ανοικτά και ως τας ένδεκα, ευρίσκοντες μάλιστα μεγαλυτέραν ζέστην να κάθηνται εκεί, παρά να περιέρχωνται την πολίχνην και να κρυώνωσι.

Την ώραν εκείνην ο κάπηλος ίστατο εις το λογιστήριόν του, κι εμέτρει δεκάρας, εικοσιπενταράκια του Όθωνος και σφάντζικα. Το παιδί ο Χρήστος, με την ποδιάν σχεδόν υπό τας μασχάλας περιδεδεμένην, εκοιμάτο όρθιον, νευστάζον την κεφαλήν, ως μικρά δίκωπος φελούκα, σαλευομένη υπο ελαφρού νότου εις την πλευράν της ηγκυροβολημένης βρατσέρας. Ενίοτε τον εξύπνα αποτόμως η κρούσις του ποδός του καπήλου, επαναλαμβάνοντος ηχηροτέρα τη φωνή τας διαταγάς των θαμώνων διά κεράσματα. Και τότε, ως εν υπνοβασία, εκινείτο, εκέρνα, ελάμβανε τας δεκάρας, τας έρριπτε μηχανικώς εις το λογιστήριον, κι επιστρέφων εξηκολούθει την συνέχειαν του ύπνου.
Εν ορχηστρικώ θορύβω, εν φωναίς και αλαλαγμώ, εισήλασεν εις το καπηλείον η εύθυμος συντεχνία των τριών αχθοφόρων της πόλεως, μετά την εκ του καφενείου του μπάρμπ’- Αναγνώστη αποπομπήν της. Ο εις των τριών, ο Στογιάννης ο Ντόμπρος, σερβομακεδών την καταγωγήν, υπεκρίνετο την αρκούδαν, κι εχόρευεν, ο δεύτερος εκείνος όστις πριν έλεγε τα τραγούδια, ο Παύλος ο Χαλκιάς, είχε μουντζουρωθεί κι έκαμνε τον αρκουδιάρην. Απόκρεως, ναι μεν, δεν ήτο ακόμη, αλλ’ αφού αύριον εξημέρωναν Χριστούγεννα, μετά τα Χριστούγεννα «Άις Βασίλης έρχεται», μετά τον Άι Βασίλη Φώτα, και μετά τα Φώτα εμβαίνει το Τριώδι. Ο τρίτος, ο και πρόεδρος της συντεχνίας, ο Βαγγέλης ο Παχούμης, λασιόστηθος, γυμνόπους, με το παντελόνι συνήθως ανασηκωμένον μικρόν κάτω του γόνατος ίσως εκ της μακράς έξεως του να θαλασσώνει προς εκφόρτωσιν των πλοιαρίων, δεν έπαυε του να συλλογίζεται τον Αμερικάνον. «Μες στο νου μ’ γυρίζει», έλεγε.

Αλλ’ ιδού εισήλθε μετ’ ολίγον κι εκείνος όστις ήτο το αντικείμενον του διαλογισμού του. Διηυθύνθη εις το λογιστήριον, διέταξε ρούμι, κι έρριψεν αργυρούν σελλίνιον επί του κασσιτέρου τού λογιστηρίου. Ο Μπέρδες το έλαβε.
- Πόσα πάει αυτό;
Ο Αμερικάνος έκαμε χειρονομίαν αδιαφορίας και είπε:
- Δεν γνωρίζω του τόπου μονέδα εγώ.
- Αυτό δεν είναι σύμφωνο με την μονέδα μας και δεν περνάει, είπεν ο κάπηλος· αν θέλετε να σας το πάρω για δραχμή.
- Άι ντον΄τ κέαρ, εμορμύρισεν ο Αμερικάνος. Και είτα ελληνιστί είπε:
- Δε με μέλει εμένα αυτό.

Ο Μπέρδες του επέστρεψεν ενενήντα πέντε λεπτά.
Εν τούτοις ο Βαγγέλης ο Παχούμης δεν έπαυσε να κοιτάζει τον άγνωστον. Την στιγμήν εκείνην εστράφη προς τους εν τω καπηλείω και είπε μεγαλοφώνως:
- Βρε παιδιά, θυμάστε, κανένας από σας, το Γιάννη τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού, που λείπει στην Αμέρικα εδώ κι είκοσι χρόνια;
Ακούσας το όνομα τούτο ο ξένος ανεσκίρτησε κι εστράφη άκων προς τον λαλούντα. Εν τούτοις εκρατήθη, προσεπάθησε να δείξει αδιαφορίαν, κι ελθών εκάθισε παρά τινα γωνίαν του καπηλείου. Ήναψε πούρον κι εκάπνιζεν.
Ουδείς απήντησεν εις την ερώτησιν του αχθοφόρου, ης η υποκεκρυμμένη έννοια ελάνθανε πάντας.
Ο Βαγγέλης εξηκολούθησε:
- Πού να θυμάστε σεις! Είσθε όλοι μικρότεροί μου, εξόν απ’ τον μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, που δεν είναι ντόπιος, κι εγώ κοντεύω τώρα να σαραντίσω. Ήμουν ως δεκαοχτώ χρονών όταν εξενιτεύθηκε ο γυιος του Μοθωνιού, κι εκείνος τότε θα ήτον ως εικοσιπέντε. Μα μου φαίνεται, να τον έβλεπα τώρα-δα, θα τον εγνώριζα. Απέθαναν με τον καημό τού Γιάννη τους, κι ο καημένος ο μπαρμπα-Στάθης, κι’ η γυναίκα του, Θεός σχωρέσ’ τους! Και το σπιτάκι τους απόμεινε ρείπιο και χάλασμα με δυο μισούς τοίχους εδώ παραπάνου, στης εκκλησιάς το μαχαλά, και μ’ ένα μαύρο βαθούλωμα στη γωνιά που ήτον έναν καιρό η παραστιά τους. Και ο γυιος τους έρριξε πέτρα πίσω του. Μα ως πόσος κόσμος χάνεται, ως τόσο, και στην Αμέρικα! Ξέρετε που ήταν και αρραβωνιασμένος;

- Και ποια είχε; ηρώτησε μετ’ αδιαφορίας ο κλήτωρ της δημαρχίας, αρχηγός της πολιτοφυλακής της νυκτός.
Ο ξένος ήκουε μετά βαθυτάτης προσοχής, αλλ’ εφυλάττετο να στρέψει βλέμμα προς τον λαλούντα.
- Είχε το Μελαχρώ της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας. Και σαν έφυγε και απέρασαν δυο-τρία χρόνια, την εγύρεψαν πολλοί, γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι εμορφιές, και τιμημένη ήτον, και μορφοδούλα, η μόνη κεντήστρα του χωριού μας, και προικιά είχε καλά. Μα το Μελαχρώ δε θέλησε κανέναν, όσο που απέρασαν τα χρόνια κι έγινε κι αυτή γεροντοκόριτσο. Και με το αχ και με το βαχ, αδυνάτισε τώρα κι εχλώμιανε, μα ως τόσο, όταν η γυναίκα έχει καλό σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ακόμα το λέει, βρε παιδιά, θα είναι παραπάν’ από τριανταπέντε, και φαίνεται να είναι ως εικοσιπέντε· έτυχε μια μέρα να την ιδώ, που τους κουβάλησα ένα σακκί αλεύρι· όσο την κοιτάζεις, τόσο νοστιμίζει!
- Έλα, άφ’σέ τα αυτά, Βαγγέλη, είπεν αυστηρώς ο κλήτωρ της δημαρχίας· δεν πάει στα μαγαζιά μέσα να λέμε για φαμίλιες και για κορίτσα.
- Έχεις δίκιο, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπεν ο αχθοφόρος· μα δεν το είπα για κακό.

Η όψις του Αμερικάνου εφαιδρύνθη, και ακτίς ευτυχίας, διαπεράσασα το επίχρισμα εκείνο και την οιονεί προσωπίδα, περί ης είπομεν εν αρχή, ηγλάισε το πρόσωπόν του.
Ο μπαρμπα- Τριαντάφυλλος με τον χωροφύλακα και τους δύο πολίτας φρουρούς, με τα τουφέκια των, ηγέρθη και είπεν αποτεινόμενος προς τον κάπηλον:
- Έλα κάμε γλήγορα, Δημήτρη, κάμετε φρόνιμα, αφήστε τους χορούς και τα τραγούδια, παιδιά, δεν είναι απόκριες. Τι μέρα ξημερώνει αύριο; Κλείσε γλήγορα, Δημήτρη, να κοιμηθούν ο κόσμος, θα σηκωθούν τις δυο απ’ τα μεσάνυχτα να παν στην εκκλησιά. Και ο κύριος έχει μέρος να κοιμηθή τάχα; ηρώτησε δείξας τον Αμερικάνον.
- Έννοια σ’, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπεν ο Βαγγέλης· του είπε ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής να πάει στον καφενέ του να πλαγιάσει. Μη σε μέλει ως τόσο για τον κύριο, προσέθηκε παίξας την ματιά εις τον κλήτορα· αν θέλει μέρος να κοιμηθή, έχει και παραέχει.
- Τι τρέχει; ηρώτησε μυστηριωδώς ο κλήτωρ.
- Είναι από δω, ντόπιος, του είπεν εις το ούς ο Παχούμης.
- Και πώς το ξέρεις;
- Είχα δεν είχα, τον γνώρισα.
- Και ποιος είναι;
- Εκείνος που σας έλεγα πριν, ο Γιάννης τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού. Όταν ήρθες κι’ αποκαταστάθηκες εδώ του λόγου σου, ήταν φευγάτος, και γι’ αυτό δεν τον θυμάσαι. Μα τον πατέρα του, το μπαρμπα-Στάθη, τον έφθασες, θαρρώ.
- Τον έφτασα. Κάμε γλήγορα, Δημήτρη, επανέλαβε μεγαλοφώνως ο κλήτωρ, κι’ εξήλθεν.
Οι δύο συναχθοφόροι του Βαγγέλη είχαν παύσει το άσμα και την όρχησιν, και ητοιμάζοντο ν’ απέλθωσιν. Αλλ’ αίφνης ο Βαγγέλης, ελθών πλησίον του Αμερικάνου, του λέγει ταπεινή τη φωνή:
- Τι μ’ δίνεις, αφεντικό, να πάω να πάρω τα σ’ χαρίκια;
Ο ξένος δεν έβαλε την χείρα εις την τσέπην. Αλλά μεταξύ του αντίχειρος, του λιχανού και του μέσου της δεξιάς ευρέθη κρατών μίαν αγγλικήν λίραν. Την έρριψε πάραυτα εις την παλάμην του Βαγγέλη με τόσην προθυμίαν και χαράν, ως να ήτο ο λαμβάνων και όχι ο δίδων.

Όταν οι γείτονες της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τα μεσάνυχτα διά να υπάγουν εις την εκκλησίαν, της οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες την οικίαν της πτωχής χήρας, εκεί όπου δεν εδέχοντο τα παιδία να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα αλλά τα απέπεμπον με τας φράσεις, «δεν έχουμε κανένα», και «τι θα τραγουδήστε από μας;», κατάφωτον, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, με τας υέλους αστραπτούσας, με την θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, με δύο φανάρια ανηρτημένα εις τον εξώστην, με ελαφρώς διερχομένας σκιάς, με χαρμοσύνους φωνάς και θορύβους. Τι τρέχει; Τι συμβαίνει; Δεν ήργησαν να πληροφορηθώσιν. Όσοι δεν το έμαθαν εις την γειτονιάν, το έμαθαν εις την εκκλησίαν. Και όσοι δεν υπήγαν εις την εκκλησίαν, το έμαθαν από τους επανελθόντας οίκαδε την αυγήν, μετά την απόλυσιν της θείας λειτουργίας.

Ο ξενιτευμένος γαμβρός, ο από εικοσαετίας απών, ο από δεκαετίας μη επιστείλας, ο από δεκαετίας μη αφήσας που ίχνη, ο μη συναντήσας που πατριώτην, ο μη ομιλήσας από δεκαπενταετίας ελληνιστί, είχε γυρίσει πολλά μέρη εις τον Νέον Κόσμον, είχεν εργασθεί ως υπεργολάβος εις μεταλλεία και ως επιστάτης εις φυτείας, κι επανήλθε με χιλιάδας τινάς ταλλήρων εις τον τόπον της γεννήσεώς του, όπου επανεύρεν ηλικιωθείσαν, αλλ’ ακμαίαν ακόμη, την πιστήν του μνηστήν.
Έν μόνον είχε μάθει, προ δεκαπέντε ετών, τον θάνατον των γονέων του. Περί της μνηστής του είχε σχεδόν την πεποίθησιν ότι θα είχεν υπανδρευθή προ πολλού· εν τούτοις διετήρει αμυδράν τινα ελπίδα. Εκ δεισιδαίμονος φόβου, όσον επλησίαζεν εις την πατρίδα του, τόσον εδίσταζε να ερωτήση απ’ ευθείας περί της μνηστής του, μη δίδων άλλως γνωριμίαν εις κανένα των πατριωτών του, όσους τυχόν συνήντησεν άμα φθάσας εις την Ελλάδα. Επροτίμα ν’ αγνοή τι έγινεν η μνηστή του, μέχρι της τελευταίας στιγμής, καθ’ ην θ΄απεβιβάζετο εις τον τόπον της γεννήσεώς του και θα προσήρχετο εις ευλαβή επίσκεψιν εις το ερείπιον, όπου ήτο άλλοτε η πατρώα οικία του.
Μετά τρεις ημέρας, τη Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν, ετελούντο, εν πάση χαρά και σεμνότητι, οι γάμοι του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά της Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
Η θεια-Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν, επ’ ολίγας στιγμάς, χρωματιστήν «πολίτικην» μανδήλαν, δια ν’ ασπασθή τα στέφανα. Και την παραμονήν του Αγίου Βασιλείου εσπέρας, ισταμένη εις τον εξώστην, ηκούσθη φωνούσα προς τους διερχομένους ομίλους των παίδων:
- Ελάτε, παιδιά, να τραγ’δήστε!

.....................

Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης... 

Πάρα πολύ καλό... πολύ καλό...

Lamprini T.




Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ετικέτες

.βιβλιοπαρουσίαση (3) 1η παρουσίαση (3) 2017 (1) 2018 (2) 2019 (2) 2021 (1) 25η Μαρτίου 1821 (9) 28η Οκτωβρίου 1940 (5) 29 Ολονυκτίες ενός δίσεκτου Φεβρουαρίου (1) 2η βιβλιοπαρουσίαση (2) 2η παρουσίαση (1) 3η βιβλιοπαρουσίαση (1) 5.001 προβολές (1) 8o Νηπιαγωγείο Κορυδαλλού (1) 9.001 προβολές σελίδας... (1) Α. Αϊνστάιν (2) Αγαμέμνων (1) Αγάπα για να ζήσεις (1) αγάπη (38) Άγγελος (1) Άγγελος Ήβος (2) Άγγελος Σικελιανός (9) Αγγλία (1) Αγγλικά (4) Αγία Βαρβάρα (1) Άγιος Γεώργιος (1) Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (1) Άγιος Ιωάννης η Χρυσόστομος (1) Άγιος Νεκτάριος (1) Άγιος Νικόλαος (1) Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (3) Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (2) Άγιος Σάββας (1) αδελφός (1) αδύνατον (1) Αζίζ Νεσίν (1) Αθανασίου Μπλατζούκα (1) Αθήνα (5) αθλητισμός (1) αισιοδοξία (1) Αισχύλος (4) αιώνια (1) Ακριβή Μεριδιώτη (1) Αλ. Π. Δελμούζος (1) Άλαν Ρίκμαν (1) Αλέκος Σακελλάριος (1) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (7) Αλεξάντρ Τβαρντόφσκυ (1) Αλέξης Δαμιανός (2) αλήθεια (3) αλησμονώ και χαίρομαι (1) Άλκηστις (1) Αλκυόνη Παπαδάκη (12) αλλαγή (1) Αλλοίμονό σου (1) Αλμπέρ Καμύ (1) άλογα (1) Αμερική (2) Άμλετ (1) άμυνα (1) Αν ένα βιβλίο (1) Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος (1) Αν μ' ηγάπας (1) Αν ξαφνικά δεν υπάρχεις (1) Αν παρήλθον οι χρόνοι (1) Αν στα είκοσι (1) ανάγνωση (1) αναμνήσεις (1) Ανάσταση (1) Αναστασία Σαβάρη (2) Ανατόλ Φρανς (1) Αναφορά στον Γκρέκο (1) άνδρας (2) Ανδρέας Διακοπαναγιωτης (1) Ανδρέας Εμπειρίκος (2) Ανδρέας Κάλβος (2) Ανδρέας Καρκαβίτσας (1) άνεμος (1) Ανήκω σε μία χώρα (1) Ανθή Ζήση (1) άνθρωπος (20) ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ (1) Άννα Μπιθικώτση (1) Αννίβας (1) Άνοιξη (2) Αντιγόνη (1) Αντισταθείτε (2) Άντον Τσέχωφ (2) Αντουάν ντε Σαιντ - Εξυπερύ (9) Αντριάνο Τσελετάνο (1) Αντώνης Σαμαράκης (1) Ανώνυμο (10) απαγγελία (2) Απολογία Σωκράτους (1) απομνημονεύματα (1) απουσία (4) αποχαιρετισμός (1) Απρίλης. (1) Αργύρης Εφταλιώτης (1) αρετή (1) Αριστοτέλης (4) Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1) Αριστοτέλης Ωνάσης (1) Αρίων (1) αρρώστεια (4) Αρχαία Αίγυπτος (2) αρχαία Ελλάδα (10) αρχαίο Θέατρο (1) αρχή (1) αρχηγός (1) Αρχική σελίδα (1) Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1) αστείο (2) αστέρι (4) Αστοριανή (3) αστραπή (1) αύριο (1) αφιερωμένο (6) Αφιερωμένο... (21) Αφρική (1) Αχιλλέας (1) αχτίνα (1) Αnne Sexton (1) Β (1) Βασίλης Λαλιώτης (1) Βάσω Μπρατάκη (1) βιβλίο (11) βιβλιοθήκη (1) Βιβλιοπαρουσίαση (39) Βίβλος (1) Βίκτωρ Ουγκώ (1) βίντεο (6) βιογραφικό (3) βιογραφικό Λαμπρινής Τζούρκα (1) Βιρτζίνια Σάτιρ (1) Βόλος (4) βραβείο (1) βραβείο Νόμπελ (2) Βράδυ (1) βροχή (4) Βυζάντιο (2) Βωλάξ Τήνου (2) Γ (1) Γ. Σεφέρης (19) Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη (1) Γαλιλαίος (1) Γαλλία (1) Γαλλικά (3) γάμος (1) γειτονειά (1) γέλιο (2) Γερμανία (2) Γεύση Χειμώνα (1) Γεώργιος Δροσίνης (3) για να φτάσω (1) Γιάννης Μακρυγιάννης (1) Γιάννης Μαλαμούσης (1) Γιάννης ὁ Εὐλογημένος! (2) Γιάννης Παπαδόπουλος (1) Γιάννης Παππάς (1) Γιάννης Ρίτσος (21) Γιάννης Τσίγκρας (27) Γιάννης o Ευλογημένος (1) Γιαννούλης Χαλεπάς (2) Γιατί βαθιά μου δόξασα (1) γιορτή (1) Γιούρι Λεβιτάνσκυ (1) Γιόχαν Βόλγκανγκ Φον Γκαίτε (2) Γιώργης Παυλόπουλος (1) Γιώργος Βιζυηνός (1) Γιώργος Ευσταθίου (1) Γιώργος Ιωάννου (1) Γιώργος Παυριανός (1) Γιώργος Σεφέρης (3) Γιώτα Αργυροπούλου (1) Γιώτα Σπανού - Στρατή (1) ΓΙΩΤΑ ΣΤΡΑΤΗ (8) Γκράχαμ Γκρην (2) γλυπτική (2) γλώσσα (2) γράμμα (3) Γράμμα στη μάννα με 2Ν (1) Γρηγόρης Μπιθικώτσης (1) γυιος (1) γυιός (1) γυναίκα (3) Γυρεύω άνθρωπο (2) δάκρυ (3) Δανία (1) δάσκαλος (3) Δαυΐδ (1) δελφίνι (1) Δεν σε φοβάμαι θάλασσα (1) Δήμαρχος (1) Δήμητρα (1) Δημήτριος Βερναρδάκης (1) δημιουργία (1) Δημοτικό τραγούδι (5) διασκευή (2) διάφορα (1) Διδώ Σωτηρίου (1) διήγημα (2) δικαιοσύνη (2) ΔΙΟΓΕΝΗΣ (3) Διονύσιος Σολωμός (8) δίψα (2) Δον Κιχώτης (1) δράση (1) δρόμος (1) Δρυὸς πεσούσης (1) δυο λουλούδια (1) δυσκολίες (3) δωρεάν (1) Ε (1) εγγονός (1) Εγκατάλειψη (1) Εγκαυματίας νεκρός υπ’ αριθμ. 96 (2) Εγκώμια Επιτάφιου Θρήνου (1) εγώ (2) Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο (1) Ειρήνη (3) Εις την οδόν των Φιλελλήνων (1) ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΣΟΤΡΑΣ (1) εκκλησία (5) Έκτωρ (1) Έλεν Άνταμς Κέλλερ (1) Έλεν Κέλλερ (1) Ελένη (2) Ελένη Γιαννάκαρη (1) Ελένη Γκίκα (1) Ελένη η παραδουλεύτρα (1) Ελένη Χατζηαργύρη (1) ελευθερία (9) Ελλάδα (10) έλλη φθενάκη (1) Ελληνική γλώσσα (2) ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ (1) ελπίδα (5) εμπιστοσύνη (1) Ένα πράγμα (1) ενότητα (1) εξετάσεις (1) εξουσία (1) ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΓΟΝΑΤΑΣ (1) Επανάσταση (2) επέτειος (2) επιθυμία (1) επίκαιρο (1) Επίκουρος (2) Επιμένω σ' έναν άλλο κόσμο. (1) επιστήμη (1) Επιτάφιος (2) επιτύμβιο (1) επιτυχία (1) Επτά Σοφοί (1) εργασία (3) Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (1) Ερρίκος Ίψεν (1) έρωτας (1) Έτσι στεκόμαστε εμείς (1) Ευαγγέλιο (1) Ευαγγελιστής Μάρκος (1) ευγένεια (1) Ευθυμία Αθανασιάδου (1) Ευθυμία Αθανασιάδου - Μαράκη (1) ευθύνη (1) Ευριπίδης (2) ευτυχία (4) Ευχαριστώ τον Θεό (1) ευχές (2) εφάπαξ (1) έφυγε ο ένας (1) Έχε εμπιστοσύνη στη ζωή (1) εχθρός (2) Ζαγορά (1) ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ (3) ζέστη (1) Ζητείται Ελπίς (1) ζωγραφιά (3) ζωγραφική (4) ζωή (18) Ζωή Μ. (1) ζώο (2) Ζen Shin (1) Η ανάμνηση του κόκκινου χιονιού (1) Η Ελιά (1) Η ζωντανή νεκρή (1) η θάλασσα (1) η μπαλάντα του κυρ - Μέντιου (1) Η ΠΑΛΙΑ ΒΑΛΙΤΣΑ (1) Η περιφραστική πέτρα (1) η πίστη (1) Η σονάτα στο σεληνόφωτος (1) Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ (1) Η χαμένη Κυριακή (1) ηθοποιός (6) Ηλίας Βενέζης (1) ηλικία (1) ήλιος (5) ΗΠΑ (1) Ήπειρος (1) Ηράκλειτος (1) ΗΡΘΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ (1) Ήρθες αργά (1) ΘΑ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ (1) θάλασσα (7) θάνατος (22) θαύμα (4) θέατρο (2) θέλω (1) Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1) Θεός (4) Θερβάντες (1) Θεσσαλονίκη (2) Θεσσαλονίκη το ταξείδι (1) Θησείο (1) Θοδωρής Κολοκοτρώνης (5) θρησκεία (12) Ιάκωβος Καμπανέλλης (1) ιατρός (1) ιδέα (1) Ιθάκη (1) Ιλιάδα (2) Ιούλιος (1) Ιούλιος Βερν (1) Ιπποκράτης (1) Ιρλανδία (1) ίσκιος (1) Ισοκράτης (2) Ισπανία (2) Ιστορία (3) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1) Ισχόμαχος (1) Ιταλία (2) Ίων Δραγούμης (1) Κ. Παπαρρηγόπουλος (1) Καινή Διαθήκη (1) κακό (3) κάκτος (1) καλά Χριστούγεννα (1) κάλαντα Λαζάρου (1) κάλαντα Χριστουγέννων (1) καλή χρονιά (1) Καλημέρα (1) Καληνύχτα γλυκειέ πρίγκηπα (1) Καλλιπάτειρα (1) Κάλλιστος Γουέαρ (1) καλό (4) Καλό Πάσχα (6) καλοκαίρι (2) καλός φίλος (1) καράβι (1) καρδιά (6) κατανάλωση (1) καταστροφές (1) καταστροφή (2) Κατερίνα Παπαθεοδώρου Σταματίου Δεσπότη (1) Κατερίνα Δε.στα.πα. (1) Κατερίνα Παπαθεοδώρου - Σταματίου (1) Κατερίνα Σημηντήρα (1) Κατερίνα Σταματίου-Δεσπότη (10) κατοχή (1) Κατρίν Ντενέβ (1) καφές (1) κείμενο (2) Κι αφού κανείς δεν πήρε (1) Κι όταν πεθάνουμε (1) Κικέρων (2) Κική Δημουλά (4) Κλαίρη Αγγελίδου (1) κλειδί (1) κλειστές Εκκλησίες (1) κοινωνία (4) κόσμος (1) Κουάνγκ-Τσέου (1) Κρήτη (1) κριτική (2) Κυκλαμίνα (1) κυκλάμινα (2) κύκνος (1) Κύπρος (2) Κυρα – Αργύρω... (1) Κυριακή (1) Κύρου Παιδεία (1) κωμωδία (1) Κωνσταντίνος Καβάφης (10) Κωνσταντίνος Τσάτσος (3) Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1) Κώστας Βάρναλης (2) Κώστας Βουτσάς (1) Κώστας Γεωργουσόπουλος (1) Κώστας Καρυωτάκης (3) Κώστας Κρυστάλλης (1) Κώστας Μόντης (2) Κώστας Ουράνης (1) Κωστής Παλαμάς (16) Λάζαρε βγες έξω! (1) λάθος (3) Λαμπρινή Τζούρκα (58) λαός (1) Λατινικά (1) Λεμεσου Μαρια (4) Λένα Θ. (1) Λευτέρης Παπαδόπουλος (1) Λέων Τολστόι (2) Λίγες γραμμές έτσι... χωρίς πρόγραμμα (3) Λίγες γραμμές... έτσι... (27) Λίλιαν Μπουράνη (5) λιμάνι (1) λόγια (3) λόγος (3) λογοτεχνία (4) Λόρδος Βύρων (1) λουλούδι (4) λουλούδια (1) λύση (1) Μ. Βαμβουνάκη (1) μαγεία (1) Μακεδονία (1) μάννα (2) Μάνος Ελευθερίου (1) Μάνος Χατζιδάκις (3) Μανώλης Αναγνωστάκης (2) Μαρία Γ. Τζανάκου (1) Μαρία Κάλλας (1) Μαρία Παναγιωτίδου (1) Μαριέτα Ριάλδη (1) Μαρκ Τουαίην (1) Μάρκος Αυρήλιος (4) μαρτυρία (2) Μάτι (3) Ματωμένος Γάμος (3) Ματωμένος Γάμος- Μονόλογος του Φεγγαριού (1) Μαχάτμα Γκάντι (1) Με το Άρωμα της Αγάπης (1) Μέγας Αλέξανδρος (2) Μελίνα (2) Μελίνα Μερκούρη (1) μέλλον (3) Μένανδρος (1) Μενέλαος Λουντέμης (1) Μέσα σου να σκάβεις (1) μετανάστης (1) μετάφραση (1) Μέτωπο (1) μητέρα (10) Μία φωνή (1) Μια Ωδή στον Διονύσιο Σολωμό (1) μικρός πρίγκηπας (3) Μίλτος Σαχτούρης (4) Μίμης Φωτόπουλος (2) μίσος (1) Μιχάλης Κατσαρός (2) μοιρολόϊ (1) μοναξιά (2) Μοναχικοί ταξειδιώτες (2) μονόλογος (1) Μονσινιόρ Κιχώτης (1) μουσική (5) μουσικός (1) μπλογκ (1) να ζει κανείς ή να μην ζει (2) Να τελειώνουμε (1) Ναζίμ Χικμέτ (1) Νάνος Βαλαωρίτης (2) Ναπολέων Λαπαθιώτης (1) ναυάγιο (2) νειάτα (2) νέος (1) νερό (1) νησί (1) νηστεία (1) νίκη (2) Νικήτας Μόρφου Ανδρούλλα (3) Νικηφόρος Βρεττάκος (2) Νικόλα (1) Νικολό Μακιαβέλι (1) Νίκος Γκάτσος (5) Νίκος Δαλέζιος (1) Νίκος Εγγονόπουλος (1) Νίκος Καζαντζάκης (8) Νορβηγία (2) νοσταλγία (2) νότες (1) νύχτα (2) Ξενοφών (2) Ο Αμερικάνος (1) Ο γέρος και η θάλασσα (1) ο δρόμος (1) Ο θάνατος δεν είναι τίποτα (1) Ο Κρητικός (1) ο μικρός πρίγκηπας (3) Ο πεύκος (1) Ο τρόμος μου σε παραλλαγές (1) Οδυσσέας Ελύτης (10) Οδύσσεια (2) Οι Δέκα Εντολές (1) Οι ιστορίες τους (4) Οι μουσικές της Αρασέλης (1) Οι χωρίς φίρμα (1) Οιδίπους τύραννος (1) οικειότητα (1) οικογένεια (2) Οικογενειακή επέτειος (1) Όμηρος (6) Ομπρός (1) Ονειρεμένη Προσευχή (1) όνειρο (4) όπου βρίσκεσαι.... (1) Ορέστεια (1) ορθογραφία (1) όριο (1) Ορισμός του ποιητή (1) όρκος (1) Όσκαρ Ουάιλντ (2) όταν διψάς (1) Ότι ακούμε είναι άποψη (1) Ότι καλύτερο άκουσα (1) Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπo (1) Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (6) ουρανός (5) παιδεία (1) παιδί (9) παιδική ζωή (7) Πάμπλο Νερούντα (2) Πάμπλο Πικάσσο (1) Παναγία (1) Παναγιώτης Ζωγράφος (1) Πάνας (1) Παπαδιαμάντης (1) Παπαθεοδώρου (2) παππούς (1) παράδοση (1) ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ (1) Παρακαλώ ένα ποίημα (1) Παραμονή των Χριστουγέννων (1) παραμύθι (1) παραμύθια (2) παρέλαση (1) παρελθόν (1) παροιμία (2) παρουσία (1) Πάσχα (1) πατέρας (5) πατρίδα (5) Παύλος Νιρβάνας (1) πείρα (1) Πειραιάς (2) Πέραμα (15) Περιγραφή της άνευ όρων αγάπης. (1) περιφρόνηση (1) Πήλιο (1) πίκρα (1) πίστη (3) πλανήτης (1) Πλάτων (2) πληγή (5) Πλούταρχος (1) πλούτος (2) Πλωτίνος (1) ποίηση (54) Ποίηση του λεπτού... (20) Ποίηση του λεπτού... για παιδιά... (19) Ποίηση... του λεπτού... (1) ποιητής (1) ποιώ ελένη (2) πόλεμος (5) πολιτική (2) πολιτικός (2) πολιτισμός (1) Πολωνία (1) πόνος (3) Πορτογαλία (1) ποτάμι (1) Πούσκιν (1) πρέπει να σε δω (1) Πρίαμος (2) προοπτική (1) προσευχή (3) ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΕΙΣ ΠΑΝΑ (1) πρόσκληση (1) προστασία (1) προσωπικότητα (1) προφήτης (1) πρώτη ανάρτηση (1) πτηνό (5) πτώση (1) ΡΑΙΗΜΟΝ ΚΕΝΩ (1) Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1) Ρένα Καρθαίου (1) Ρήγας Φερραίος (5) Ριχάρδος Β' (1) Ριχάρδος Γ' (1) ρόδο (1) Ρόδου Mοσκοβόλημα (1) Ροδούλα Σερδάρη - Παπαϊωάννου (1) ρόλλος (1) Ρουμανία (1) Ρωμαίος και Ιουλιέττα (1) Ρωσσία (2) σ' αγαπώ γιατί είσαι ωραία (1) Σαιξπηρ (1) Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα (1) Σαν τον τρελλό (1) Σαπφώ (1) Σε φίλο ποιητή (1) σεβασμός (2) Σελ Σιλβερστάϊν (1) Σέλλεϋ (1) Σήμερον κρεμάται επί ξύλου (2) σιωπή (3) σκέψη (4) σκλαβιά (5) σκοτάδι (2) Σόλων (2) Σοννέτο (1) Σουηδία (1) Σούλα Κοκολογιάννη (1) σοφά λόγια (3) Σοφοκλής (4) σπίτι (1) Σπύρος Μακρυγιάννης (4) Σπύρος ΠΟΔΑΡΑΣ (1) Στάρετς Νικολάϊ Γκουριανωφ (1) Σταύρος Σιόλας (1) Στέλιος Σπεράντσας (1) στιγμές (1) Στιγμές Ψυχής Στιγμές Ζωής (1) στο κελλί 33 (1) Στο σεντούκι της ψυχής μου (1) Στο σταυραετό (1) Στον δάσκαλο (1) στόχος (3) Στρατής Δούκας (2) Στρατής Μυριβήλης (2) ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ (1) στρατός (2) συγγενής (1) συγγραφέας (2) συμπεριφορά (1) συμφορά (2) συνάντηση (3) συνέντευξη (1) σύνθημα (1) Σφηνοειδής γραφή (1) σχέσεις (3) σχολείο (4) σχολή (1) σχολικό ποίημα (1) Σωκράτης (4) Σων Κόνερυ (2) Σώπα μην μιλάς (1) Σωτήρης Σκίπης (1) Τ.Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ (1) τα 24 γράμματα του Αλφαβήτου (1) Τα μεγάφωνα (1) Τα Πρωτοβρόχια (1) ταινία (4) ταλέντο (3) Ταπείνωση (2) Τάσος Λειβαδίτης (16) Τάσος Σταυρακέλης (1) ταυρομάχος (1) ταύρος (1) τέλος (6) τεμπέλης (1) τεμπελιά (2) Τερψιχόρη Παπαστεφάνου (1) τέχνη (3) Τζακ Κερουάκ (1) Τζούτζη Μαντζουράνη (8) Τη Μεγάλη Παρασκευή (1) της Άρνης το νερό (1) Της Άρτας το Γιοφύρι (1) τιμή (1) τιμωρία (1) τίτλο (1) Το "λίγες γραμμές... έτσι..." (1) Το γένος ποτέ δεν υποτάχθηκε στον Σουλτάνο (1) Το Ελληνικό Αλφάβητο (2) Το θέμα είναι πόσο αγαπάμε αυτόν τον τόπο (1) Το κόνισμα της μάνας μου (2) το παιδί (1) Το παιδί στο ποτάμι (1) το παλιό μας το τραγούδι (1) το πάρτυ (1) το πιάνο (1) Το πρωινό (1) Το τρίτο στεφάνι (1) το φεγγάρι (1) Τόμας Φούλλερ (1) τουρκική εισβολή (1) τραγούδι (17) τραγούδια (1) τραγωδία (1) τραίνο (1) τρέλλα (1) τριαντάφυλλο (1) Τροία (1) τρόμος (1) Τσαρλς Μπουκόφκι (1) ΤΣΑΡΛY ΤΣΑΠΛΙΝ (1) τσίρκο (1) τυφλός (1) τύχη (1) Τώρα (1) ύμνοι (1) ύπαρξη (1) υπογραφή (1) υπομονή (4) φαγητό (1) Φανή Αθανασιάδου (1) φαντασία (2) φεγγάρι (4) Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (6) φθόνος (2) φιλί (2) φιλία (11) φίλος (17) φόβος (2) φόνος (1) φουστάνι (1) Φρήντριχ Νίτσε (1) φρούτα (1) φτερά (2) φυγή (1) φυλακή (5) Φύλαξε το κλειδί (1) φύλλο (1) φυσιολογικός (1) φως (3) Φώτα (1) Φώτης Κόντογλου (3) φωτιά (3) φώτο (1) φωτογραφία (6) Χ. Μαρκόπουλος (1) Χ. Σπένσερ (1) Χ. Χριστόφιας (1) χαϊκού (1) Χαιρετισμοί (1) χαμόγελο (2) χαρά (2) χαρακτήρας (1) Χάρτινο το φεγγαράκι (1) Χάσαμε τ' αυτοκίνητα (1) Χειμώνας (1) χιούμορ (1) χορός (3) Χόρχε Μπόρχες (1) Χόρχε Μπουκάϊ (1) χορωδία (1) χρήμα (2) Χρήστος Λάσκαρης (16) Χριστίνα Λέλη (1) Χριστός Ανέστη (2) Χριστούγεννα (6) χρόνια πολλά (9) χρόνος (5) χρώμα (1) Χωρίζει η μοίρα (1) χωρίς (1) Ψαλμός (1) ψέμα (3) ψηφιακή βιβλιοθήκη (1) Ψυχές αιωρούμενες (2) ψυχή (9) Ψυχοσάββατο (1) ωραίον (2) a house is not home (1) A Prayer for my Daughter (1) Agatha Christie (1) airis (1) Albert Camus (2) Albert Einstein (2) Amélie Leblanc (1) Billy Gates (1) Bob Marley (1) Brian Hyland (1) C.S. Lewis (2) Charlie Chaplin (2) Chrysoula Kios Stogiou (1) Contre le doute (1) Did goodbye (3) Drmakspy (2) Eρνέστο Τσε Γκεβάρα (1) Echart Tolle (1) Edgar Degas (1) Erma Bombeck (1) F. Scott Fitzgerald (1) Fabrizio Caramagna (1) facebook (22) Fernando Pessoa (1) Fofi Vryazi (1) franco zeffirelli (1) Frank L. Baum (1) Franz Kafka (1) Fréderic Mistral (1) George Elliot (1) Gianni Crow (1) Gianni Rodari (1) Good night sweet prince (1) google (1) Grândola Vila Morena (1) Gunvor Hofmo (1) H KYΡΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ (1) Henry Scott Holland (1) I learned (1) I wandered lonely as a cloud (1) I will always choose (1) If (1) If tomorrow (2) Il est bel et bon (1) Il pleure (1) Il ragazzo della Via Gluck (1) In Flanders Fields (1) Jacques Brel (1) Jacques Veneruso (1) Jane Austen (1) Jean Cocteau (1) Jim Morrison (1) Jimi Hendrix (1) John McCrae (1) José Afonso (1) José Mujica (1) José_Mujica (1) June Polis (1) Katherine Mansfield (1) Kindness (1) KRISTEN M SACCARDI (1) la primavera oportunidad se da (1) Lamprini T. (8) Lilian Bourani (1) Louis Jouvet (1) Mενέλαος Λουντέμης (8) Marcus Aurelius (2) Margaret Lee Runbeck (1) Marinella Canu (1) Martin Luther King (1) Maya Angelou (1) metaxia nikolopoulou (1) morfeas (1) Nelson Mandela (1) nikos mous (1) O Captain! My Captain! (1) ORPHELINS - Ορφανά (1) parler à mon père (1) Paul Verlaine (1) Paulo Coelho (1) perry poetry (4) Pierre Passereau (1) Ram Dass (1) Richard Rohr (2) Robert Brault (1) Robert Stevenson (1) Rose leaves (1) Rumi (1) Sailing to Byzantium (1) Samuel Taylor Coleridge (1) Sealed With A Kiss (1) Sergey Yesenin (1) She was (2) Sigmund Freud (2) Sir Thomas More (1) Steve Jobs (1) Sylvia Plath (1) Tην πατρίδα μου δεν την ανακάλυψαν (1) the second coming (2) The Willow Maid η κοπέλλα της Ιτιάς (1) Thomas Fuller (1) Tournier (1) Trisha Brown (1) video (12) Vincent van Gogh (1) w. Moreno (1) W. Saroyan (1) W.B. Yeats Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (2) Walt Disney (2) WALT WHITMAN (1) Walter Winchell (1) William Butler Yeats (1) William Gaddis (1) William Gibson (1) William Makepeace Thackeray (1) William Shakespeare (4) WILLIAM WORDSWORTH (1) Xarvey Mackay (1) Yomo Kenyatta (1) You can’t go back (1)