Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

μετά την Αντιγόνη;... Άλκηστις!

 


Μετά την Αντιγόνη... Άλκηστις... 

μέρος του πίνακα : ο Ηρακλής παλεύει με τον Θάνατο για το Σώμα της Άκήστιδος
του Frederic Lord Leighton


Τελείως άγνωστα κείμενα για μάς... 

Άλκηστη του J. H. Tischbein



κρίμα... και αξίζουν τόσο... 


Lamprini T. 


Υ.γ. Εδώ η διασκευή είναι σε όλο το έργο χωρίς περικοπές... 


Τίτλος: «Άλκηστις»

Συγγραφέας: Ευριπίδης (485-406 π.Χ.)

Μετάφραση: Γεώργιος Τσοκόπουλος (1871-1923)

Είδος: Αρχαία γραμματεία

Εκδοτικός οίκος Γεωργίου Φέξη

Άδεια διανομής: Creative Commons BY-NC-SA  (Αναφορά δημιουργού – Μη εμπορική χρήση – Παρόμοια διανομή)

Σελίδες: 87

Έτος έκδοσης: 1910

………………

 

ΑΛΚΗΣΤΙΣ

 

ΤΟΥ EYΡΙΠΙΔΗ

 

1.163 στίχοι

 

Άλκηστις

 Σύμφωνα με τον όρο που είχε θέσει ο Θεός, ο Άδμητος θα γινόταν αθάνατος, αν κάποιος στενός συγγενής του δεχόταν να θυσιαστή για αυτόν το σκοπό. Οι γονείς του δεν δέχονται, μα η γυναίκα του η Άλκηστις προσφέρεται πρόθυμα να θυσιαστή, δίδοντας έτσι μοναδικό παράδειγμα συζυγικής αφοσίωσης.

ΠΗΓΗ:  Το παρόν

………………………

 

Η «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ» ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΗΜΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ.

 

ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61

ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΦΜΕΣ 10

……………………………….

 

   

ΑΛΚΗΣΤΙΣ

 

ΤΟΥ EYΡΙΠΙΔΗ

 

 

ΠΡΟΣΩΠΑ

 

ΑΠΟΛΛΩΝ

ΘΑΝΑΤΟΣ

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

ΑΛΚΗΣΤΙΣ

ΑΔΜΗΤΟΣ

ΕΥΜΗΛΟΣ

ΗΡΑΚΛΗΣ

ΦΕΡΗΣ

ΘΕΡΑΠΙΩΝ

 

 

ΠΡΑΞΗ Α'.

ΣΚΗΝΗ Α'.

 

(Τα ανάκτορα του Αδμήτου, βασιλέα των Φερών – Θεσσαλία – . Ο Απόλλωνας, κρατώντας το τόξο και τα βέλη του, κατεβαίνει από την σκάλα των ανακτόρων, και πλησιάζει στο προσκήνιο.)

 

ΑΠΟΛΛΩΝ:  Ω ανάκτορα του Αδμήτου, που αν και θεός μεγάλος, δέχθηκα να κάθομαι στων δούλων το τραπέζι, χαίρετε τώρα. 

Αίτιος αυτής μου της δουλείας ήτανε ο Ζευς, που σκότωσε τον γυιο μου, τον Ασκληπιό με έναν κεραυνό του.  Εγώ, από τον θυμό μου, σκότωσα τους Κύκλωπες, που δουλεύουν την φωτιά, και την κάνουν κεραυνούς για τον πατέρα Δία.  Μα ο Ζευς δεν συγχώρησε αυτή μου, την άγρια εκδίκηση, και με έστειλε εδώ, να γίνω δούλος ενός θνητού, του Αδμήτου.  Τότε, και εγώ ήλθα σε αυτόν τον τόπο, και έβοσκα τα βόδια αυτού του ανθρώπου, και προστάτευα το σπίτι, ως τα σήμερα, από κάθε δυστυχία.  Γιατί, εγώ ο δίκαιος, βρήκα δίκαιο άνθρωπο τον Άδμητο, τον γυιο του Φέρητος. 

Εγώ είμαι αυτός, που τον έσωσα από τον Άδη, αφού ξεγέλασα τις Μοίρες.  Εκείνες χάρισαν την ζωή του Αδμήτου σε μένα, μα με την συμφωνία, πώς θα βρεθεί κάποιος άλλος να πεθάνει αντί για εκείνον.  Όλους τους φίλους ρώτησε ο Άδμητος, και όλους κρυφά τους εξέτασε, αν δέχονται.  Όμως, όλοι αρνήθηκαν, και αυτός ο γέρος του πατέρας και η μάννα, που τον γέννησε, και αυτή αρνιέται, ακόμα.  Και μόνο η γυναίκα του προσφέρεται ως θυσία, και δέχεται για χάρη του να χάσει την ζωή της. 

Τώρα, μέσα στα ανάκτορα, ψυχομαχεί.  Γιατί ήρθε η μέρα, που ήτανε γραφτό να κατέβει στον Άδη, και οι δούλες της, την κρατούν στα χέρια, ώσπου να πεθάνει.  Τώρα, και εγώ φεύγω μακρυά από το αγαπημένο σπίτι, μήπως η θέα του νεκρού μολύνει το πρόσωπό μου, γιατί δεν κάνει, ένας θεός να αντικρύζει ένα νεκρό.

(Παρατηρεί κάτι προς τα δεξιά.)

 Α, να και ο Θάνατος. Εδώ τον βλέπω να προβαίνει, για να την σύρει, γρήγορα, την άμοιρη βασίλισσα, στα παλάτια του Άδου.  Πάνω στην ώρα

φτάνει, γιατί ήλθε, πλέον, η στιγμή που πρέπει να πεθάνει.

 

ΣΚΗΝΗ Β'.

 

ΑΠΟΛΛΩΝ, ΘΑΝΑΤΟΣ

 

(Εισέρχεται ο Θάνατος. Είναι οπλισμένος με ξίφος. Βλέποντας τον Απόλλωνα, δεν κρύβει την δυσαρέσκειά του.)

ΘΑΝΑΤΟΣ:  Α, α!  Τι θέλεις, Φοίβε, εδώ τριγύρω στο παλάτι;  Τάχα, ποιός είναι ο σκοπός, που βρίσκεσαι εδώ γύρω;  Αν έρχεσαι και τώρα, να μού πάρεις το θύμα μου, σκέψου.  Δεν πρέπει να αδικήσεις τους θεούς του Άδη, να τους στερήσεις τις τιμές, που είναι δίκηο να έχουν.  Δεν σε έφτασε που εμπόδισες τον θάνατο του Αδμήτου, και που τις ξεγέλασες τις Μοίρες με τέτοια απιστία, αλλά σε βρίσκω πάλι, εδώ, με τόξα και με βέλη, για να φυλάξεις την ζωή της κόρης του Πελία, της Αλκήστιδος, που δέχθηκε να πεθάνει αυτή, για να γλυτώσει εκείνος;

ΑΠΟΛΛΩΝ:  Ησύχασε, έχω και εγώ τους λόγους μου.  Και έχω μαζί μου το δίκηο.

ΘΑΝΑΤΟΣ:  Αφού το δίκηο έχεις, τι θέλουνε τα βέλη σου;

ΑΠΟΛΛΩΝ:  Τα έχω πάντα, μαζί μου, αυτή είναι η συνήθεια.

ΘΑΝΑΤΟΣ:  Δεν είναι η συνήθεια, πήρες το τόξο σου, για να φυλάξεις με άδικο τρόπο αυτό το σπίτι.

ΑΠΟΛΛΩΝ:  Με θλίβει η συμφορά, που απειλεί αγαπημένο φίλο.

ΘΑΝΑΤΟΣ:  Ώστε, θέλεις να μού στερήσεις και δεύτερο νεκρό;

ΑΠΟΛΛΩΝ: Μήπως, τον πρώτον, τον άρπαξα διά της βίας;

ΘΑΝΑΤΟΣ:  Μα τότε, πώς ζει ακόμη, και πώς γυρίζει στην γη και όχι κάτω από τη γη, στα παλάτια του Άδη;

ΑΠΟΛΛΩΝ:  Σού έδωσε την γυναίκα του, που πας να την πάρεις τώρα.

ΘΑΝΑΤΟΣ:  Ω, θα την πάρω βέβαια, και θα την πάω κάτω.

ΑΠΟΛΛΩΝ:  Πάρε την, λοιπόν, και πήγαινε.  Δεν ξέρω, αν θα σε πείσω. 

ΘΑΝΑΤΟΣ:  Τι να με πείσεις, αν θα πάρω αυτή;   Είναι η δουλειά μου. 

ΑΠΟΛΛΩΝ:  Όχι, αλλά, αν ήθελες να αναβάλεις για λίγο.

ΘΑΝΑΤΟΣ: Καταλαβαίνω καλά τα λόγια σου, και καταλαβαίνω τι ζητάς.

ΑΠΟΛΛΩΝ: Τάχα θα ήτανε πολύ, να αφήσεις να γεράσει, και να την πάρεις έπειτα;

ΘΑΝΑΤΟΣ:  Α, ούτε αυτό δεν μπορεί να γίνει.  Αδύνατον!  Γιατί οι τιμές μού αρέσουν.

ΑΠΟΛΛΩΝ:  Μήπως αργά ή γρήγορα δεν θα τις έχεις;

ΘΑΝΑΤΟΣ:  Όταν πεθαίνουν νέοι, η τιμή είναι πιο πολλή για μένα.

ΑΠΟΛΛΩΝ:  Αλλά, και αν πέθαινε γρηά, πάλι, θα την θάψουν με ακόμα περισσότερες τιμές....

ΘΑΝΑΤΟΣ:  Ας είναι.  Βλέπω πως τώρα, και εσύ, Φοίβε, πηγαίνεις με τους δυνατούς.

ΑΠΟΛΛΩΝ:  Τι είπες; Δεν το ήξερα, πώς μάς κάνεις τον σοφό.

ΘΑΝΑΤΟΣ: Όσοι πεθαίνουν γέροντες, κάτι κερδίζουν θαρρώ. 

ΑΠΟΛΛΩΝ: Ώστε το αποφάσισες; Δεν μού κάνεις την χάρη; 

ΘΑΝΑΤΟΣ:   Όχι.  Τον χαρακτήρα μου, τον γνωρίζεις καλά.

ΑΠΟΛΛΩΝ:  Ω, βέβαια, εσύ είσαι εχθρός στους ανθρώπους, και όλοι σε αποστρέφονται, ακόμη και οι θεοί.

ΘΑΝΑΤΟΣ:  Λέγε ό,τι θέλεις. Βέβαια, εγώ δεν θα σού κάμω κάτι, που δεν έχεις δικαίωμα να σού γίνει.

ΑΠΟΛΛΩΝ:  Και όμως, φαίνεσαι σκληρός άδικα.  Χωρίς να θέλεις, σε κάποιον άλλον που έρχεται, θέλεις να υποχωρήσεις, σε κάποιον άνδρα, που έρχεται στου Φέρητος το σπίτι.  Αυτόν, τον στέλνει ο Ευρυσθέας στα παγωμένα μέρη της Θράκης, να του φέρει ένα ζευγάρι άλογα.  Αυτός θα φιλοξενηθεί στο παλάτι του Αδμήτου, και θα πάρει την γυναίκα μέσα από τα χέρια σου.  Έτσι, κανένας από μάς, δεν θα σου χρωστάει χάρη, και εγώ θα κάμω αυτό που θέλω, και θα σε μισώ πιο πολύ, από όσο σε μισούσα.

ΘΑΝΑΤΟΣ:  Τα λόγια σου πηγαίνουνε χαμένα, όσα και αν πεις, και η γυναίκα θα κατεβεί στον Άδη σήμερα.  Πηγαίνω τώρα.  Και, καθώς πολύ καλά γνωρίζεις, όποιος συμβεί να του αγγίξει τα μαλλιά η ρομφαία μου, ανήκει πια στους θεούς του Άδη.

(Ο Θάνατος εισέρχεται στα ανάκτορα, ενώ ο Απόλλων φεύγει προς τα  δεξιά.  Η σκηνή μένει κάποιες στιγμές άδεια.  Επικρατεί απόλυτη ησυχία).

 

ΣΚΗΝΗ Γ'.

 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ, ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

 

(Μπαίνουν στην σκηνή οι γέροντες της πόλης, και εκδηλώνουν ανησυχία και αγωνία).

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ:  Τι να σημαίνει, άραγε, αυτή η ησυχία;  Γιατί αυτή η σιωπή στα ανάκτορα του Αδμήτου;  Δεν φαίνεται κανείς από εδώ, να μάς πει, αν πρέπει να αρχίσουμε τα κλάμματα, αν η βασίλισσά μας πέθανε ή και αν ζει ακόμα ή αν βλέπει το φως του κόσμου η Άλκηστις, η κόρη του Πελία, που την ξέρουμε όλοι μας, μέσα στις άλλες, ξεχωριστή γυναίκα........

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:  Ακούσθηκαν στεναγμοί και θρήνοι;  Ακούσατε καμμιά φωνή σπαρακτική να βγαίνει ή να χτυπούν τα χέρια τους στο παλάτι μέσα, όπως συμβαίνει πάντοτε, όταν κανείς πεθαίνει;

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ: Ούτε ένας δούλος δεν φαίνεται στην πόρτα του.  Ω, μακάρι να φαινόσουν, εσύ, ω Παιάν, να μεταστρέψεις αλλού τα κύματα της συμφοράς.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:  Μα αν είχε πια πεθάνει, γιατί αυτή η σιωπή;

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:  Και, όμως, έχει πεθάνει.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ: Κανείς δεν είδε να βγάζουν την νεκρή....

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ: Πώς το ξέρεις; Εγώ δεν έχω, όπως εσύ, καμμιά εμπιστοσύνη.  Εσύ, τι τάχα σκέπτεσαι, και έχεις τόσο θάρρος;

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:  Μπορεί, ποτέ, ο Άδμητος να θάψει μια γυναίκα - τέτοια γυναίκα!   έρημη, χωρίς να μας καλέσει;

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:  Ίσως, δεν έχεις άδικο.  Δεν βλέπω να έχουν νερό από την πηγή μπροστά από την πόρτα, που πλένουνε τα χέρια, όταν πεθαίνει άνθρωπος στο σπίτι.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:  Δεν βλέπω την πλεξίδα, να είναι κρεμασμένη στην είσοδο, που υποδεικνύει, πως το πένθος σκέπασε ένα σπίτι, ούτε άκουσα τις γυναίκες να χτυπούνε τα στήθια.

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:  Και όμως, η μέρα αυτή είναι ημέρα πένθους.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:  Τι θέλεις να πεις με αυτό;

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ: ... Είναι ημέρα πένθους, ημέρα που η καλή βασίλισσα κατεβαίνει στον Άδη.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:  Σώπασε!  Με τα λόγια σου, μού σφίγγεις την ψυχή μου. Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:  Όταν οι άνθρωποι, οι καλοί, τραβούνε τέτοια κακά, εκείνος που έτυχε να γεννηθεί καλός, λυπάται.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:  Στου κάκου.  Είναι αδύνατον να γλυτώσει από το γραφτό της Μοίρας αν στείλεις την γυναίκα, στα πιο μακρυνά όλης της γης μας μέρη, στης Λυκίας τα Πάταρα, που είναι το μαντείο του Απόλλωνος, ή στις σκληρές και άνυδρες Αμμωνιάδες, στο άλλο μαντείο του θεού, γιατί η ζωή της σώθηκε, και πλησιάζει η ώρα, που θα έρθει ο θάνατος να την πάρει γρήγορα. Ούτε γνωρίζω, πια, κανένα θεό να του πάμε θυσίες, να συγκινηθεί, και να μάς εισακούσει.

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ:  Ένας, μονάχα, θα έκανε το θαύμα, αν ζούσε ο γυιος του Φοίβου, ο Ασκληπιός.  Αυτός και πεθαμμένη την άμοιρη βασίλισσα μπορούσε να αναστήσει, και από τον Άδη στην γη, να μάς την φέρει πίσω.  Γιατί πριν ο Ζευς να τον σκοτώσει με ένα κεραυνό, πολλούς νεκρούς ανάστησε από τον κάτω κόσμο.  Μα τώρα πια, μια ελπίδα μάς μένει, ότι τάχα μπορεί να ζήσει η Άλκηστις, και να σωθεί από την Μοίρα. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ:  Ο βασιλιάς μας έκανε, ό,τι έπρεπε να κάνει, και οι βωμοί όλων των θεών γέμισαν με αίμα, και θυσιάσθηκαν ζώα, και τίποτε δεν μένει, από ό,τι γίνεται πάντα σε τέτοιες περιστάσεις, αλλά του κάκου πήγανε θυσίες και δεήσεις.

(Στρέφεται στην είσοδο των ανακτόρων, όπου φαίνεται να έρχεται μία υπηρέτρια.  Όλοι οι άνδρες του χορού παρακολουθούν με αγωνία τον διάλογο και την διήγηση της υπηρέτριας).

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ:  Μα να, μια υπηρέτρια βγαίνει από το παλάτι, και κλαίει, και οδύρεται.  Τι πρόκειται να ακούσω;  Από την όψη φαίνεται, πως θα μάς φέρει δυστυχία.

(Απευθύνεται προς την υπηρέτρια, η οποία εμφανίζεται στην θύρα των ανακτόρων)

 

Λέγε, τι κάνει η Άλκηστις, πέθανε ή ζει;

 

ΣΚΗΝΗ Δ'.

 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ, ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

 

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ:  Στην θέση που βρίσκεται, ταιριάζουν και τα δύο.  Και ζει ακόμα, η δύστυχη, και είναι πεθαμμένη…

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ: Πώς είναι δυνατόν, αυτό; Εξηγήσου καλύτερα!

 ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ψυχομαχεί.  Σιγά - σιγά ξεφεύγει η ζωή της. 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ: Δυστυχισμένε σύζυγε, παρ’ ότι είσαι τόσο καλός, πώς χάνεις τέτοια γυναίκα άδικα!

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ:  Ο αφέντης θα καταλάβει τι έχασε, μονάχα όταν το χάσει.

 ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ:  Ώστε, δεν μένει, πια, καμμιά ελπίδα;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ:  Δεν μένει καμμιά ελπίδα.  Ήλθε η μέρα, που έγραψε η Μοίρα, να πεθάνει.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ:  Μέσα στο παλάτι έγινε, ό,τι έπρεπε να γίνει, και ό,τι συνηθίζεται, σε αυτές τις περιστάσεις;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ο άνδρας της, ο ίδιος, της ετοίμασε τα στολίδια, που θα της βάλει.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ:  Τουλάχιστον, ας μάθει, πως θα πεθάνει ένδοξη, και θα το πει ο κόσμος, πως ήταν η καλλίτερη γυναίκα στην γη μας.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Αλήθεια, η καλλίτερη! Ποιος θα αρνηθεί, πως ήταν ξεχωριστή και ανώτερη από όλες τις γυναίκες;  Και πώς αλλοιώς θα το έδειχνε, παρά με αυτό που κάνει;  Άλλη γυναίκα δέχεται να χάσει την ζωή της, για να σωθεί ο άνδρας της.  Αυτά τα ξέρετε όλοι, μα αν μάθετε, τι έκανε στο σπίτι, και τι κάνει, θα μείνετε με το στόμα ανοιχτό. 

Μόλις, είδε πως έφτασε η μέρα που πρέπει να πεθάνει, πήρε νερό από το ποτάμι, και πλύθηκε καλά - καλά.  Έπειτα πήρε φορέματα και στολισμούς, από το κέδρινο δωμάτιο, και με αυτά στολίσθηκε, σαν νύφη.  Και κατόπιν, μπροστά στον βωμό στάθηκε, και είπε την προσευχή της:

«Δέσποινα,  είπε,  κοίταξε,  εγώ μπροστά  σου  γονατίζω  για  τελευταία

φορά, γιατί είναι να πεθάνω.  Τα ορφανά μου, τα παιδιά, τα αφήνω σε σένα, ω θεά, να γίνεις εσύ μητέρα τους, και όταν έλθει η ώρα, δώσε στο αγόρι μου σύζυγο, που να του ταιριάζει, και δώσε και της κόρης μου, τον άνδρα, που της πρέπει. 

Προστάτευσε τα, δέσποινα, να μη χαθούνε και εκείνα, απάνω στον ανθό τους, όπως εγώ η δύστυχη, αλλά να ζήσουνε πολύ, και να πεθάνουν γέροι στον τόπο που γεννήθηκαν, στο χώμα της πατρίδας».

Έπειτα, όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι, όλους τους στεφάνωσε με στεφάνια από μυρτιά, χωρίς να κλάψει ή τα χείλη της να αφήσουν στεναγμό ή να χαλάσει μια στιγμή το χρώμα του προσώπου από τον φόβο του κακού, που την περιμένει.  Και μόνο, όταν μπήκε στον νυφικό της δωμάτιο, και είδε το κρεββάτι της, την πήραν τα κλάμματα.

«Κρεββάτι μου, είπε, που εγώ σε γνώρισα αγνή, και που γυναίκα με έκαμες εκείνου που με χάνει, σε χαιρετώ.  Δεν σε μισώ.  Μόνον εσύ με χάνεις.  Γιατί εγώ δεν ήθελα να προδώσω εσένα, αλλά ούτε και τον άνδρα μου, για αυτό πεθαίνω, τώρα.  Εσένα θα χαρεί άλλη γυναίκα, που θα τύχει, αν όχι πιο καλλίτερη, μα πιο ευτυχισμένη».

Είπε, και γονάτισε μπροστά στο κρεββάτι, και το φιλάει, και το μουσκεύει με θερμά δάκρυα.  Και όταν κουράστηκε να κλαίει, βγαίνει έξω σιωπηλή, και προχωρεί με το κεφάλι κάτω, και φεύγει, και ξανάρχεται, πολλές φορές, και πάλι ξαναγυρίζει κλαίγοντας στο νυφικό κρεββάτι. 

Και τα παιδιά της, τα άμοιρα, κλαίγανε και εκείνα κρεμασμένα στους πέπλους της μητέρας τους με πόνο.  Εκείνη τα έσφιγγε στην αγκαλιά της με λαχτάρα, και πότε το ένα βιαστικά φιλούσε, πότε το άλλο.  Μα και όλοι οι υπηρέτες της, που έχει στο παλάτι, έχυναν μαύρα δάκρυα για την καλή κυρά τους και για την μαύρη μοίρα της.  Εκείνη όλους τους αποχαιρέτισε με το χέρι, και δεν υπάρχει ένας, ούτε και ο ταπεινότερος, που να μη τού μιλήσει.  Τέτοια κακά βρήκανε το σπίτι του Αδμήτου, αν ο ίδιος πέθαινε, όλα χαμένα θα ήτανε για αυτόν, μα και που σώθηκε, τον βρίσκει συμφορά πιο μεγάλη, και αισθάνεται τόση λύπη, που δεν θα την ξεχάσει.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ:  Και ο Άδμητος;  Πώς την βαστά αυτήν την δυστυχία;  Και πώς θα στερηθεί μια τέτοια καλή γυναίκα;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ:  Την κλαίει, και κρατώντας την, σφιχτά, στην αγκαλιά του την θερμοπαρακαλεί να μην του φύγει, ακόμα.  Αλλά όμως, ζητάει αδύνατα πράγματα. 

Γιατί την έφαγε η αρρώστια, την δύστυχη, και έρχεται το τέλος.  Και έτσι μέσα στα χέρια του, ενώ η ζωή της φεύγει, και λίγη πνοή, ακόμη, της μένει, ζητάει να δουν τα μάτια της, ακόμα μία φορά, το φως του ήλιου - για τελευταία της φορά, πριν κλείσουνε τα μάτια της για πάντα -.

Μα τώρα, ας πάω να τους πω, πως ήρθατε.  Βεβαίως, οι βασιλιάδες δεν αγαπιούνται πάντοτε τόσο, ώστε να τρέχει ο λαός τριγύρω τους, σαν τους τύχει να τους σπαράζει συμφορά.  Εσείς είστε παληοί φίλοι.

(Εισέρχεται στα ανάκτορα.)

 

ΣΚΗΝΗ Ε'.

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ: Αλλοίμονο!  Ω Ζευ πατέρα, πώς θα βρεθεί καμμία διέξοδος, να σωθούν οι βασιλιάδες από την δυστυχία;  Άραγε, θα βάλεις το χέρι σου ή από τώρα τα μαλλιά της κεφαλής να κόψω, και μαύρα να φορέσουμε, και πένθος να ντυθούμε;  Ω, φίλοι!  Δεν υπάρχει, πια, καμμιά αμφιβολία.  Εν τούτοις, όμως, ας προσευχηθούμε θερμά στους θεούς, γιατί αυτοί είναι δυνατοί, και μπορούν όλα να τα κάμουν. 

Ω παντοδύναμε Παιάν, βρες εσύ τον τρόπο, να απομακρύνεις το κακό από αυτό το σπίτι. Βοήθησε.  Βοήθησε, γιατί και προ ολίγου εσύ έσωσες τον Άδμητο, και εσύ μπορείς και τώρα, να τον σώσεις και από αυτόν τον θάνατον, αν θέλεις, και να κρατήσεις την φονική ορμή του Άδου.  Ω γυιε του Φέρητος, Άδμητε εσύ.  Τι τύχη σε προσμένει, τώρα, πού θα στερηθείς τέτοια άξια γυναίκα!  Δεν είναι, τάχα, άξια αυτή η δυστυχία, ώστε ο ίδιος να πληγωθεί, αφού θα χάσεις σήμερα, μια τόσο αγαπημένη γυναίκα;

(Στην θύρα των ανακτόρων εμφανίζονται οι φρουροί, οι προπορευόμενοι των βασιλέων).

 

Α, να έρχεται!  Ο Άδμητος και εκείνη.  Στέναξε, γη Φεραία, και ολόλυξε, γιατί τώρα, η καλλίτερη γυναίκα του κόσμου κατεβαίνει στα σκοτεινά και υπόγεια παλάτια του θανάτου!  Εγώ ποτέ μου, δεν θα πω, ότι ο γάμος φέρνει πολύ περισσότερες χαρές, από τις λύπες που έχει.  Και τούτο έλεγα από πριν, αλλά το λέω και τώρα, που βλέπω την απίστευτη ατυχία του Αδμήτου.  Έπειτα από την απώλεια μιας τέτοιας χρυσής γυναίκας, θα είναι η ζωή του μία ζωή αβάστακτη.

 

ΣΚΗΝΗ ΣΤ’.

 

ΑΛΚΗΣΤΙΣ, ΑΔΜΗΤΟΣ, ΕΥΜΗΛΟΣ, ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 

(Εισέρχεται η Άλκηστις και την κρατάει ο Άδμητος.  Τα παιδιά της, κλαίγοντας, κρατιούνται από τα πέπλα της.)

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Ω ήλιε!  Ω φως και ω σύννεφα, που γρήγορα στα ύψη γυρίζετε, και τρέχετε στον γαλανό αιθέρα!

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ο ήλιος βλέπει και τους δυο, και εμένα και εσένα βλέπει, που στους θεούς δεν κάναμε καμμία ασέβεια, για να μας κάνουν δυστυχισμένους και να τιμωρούμαστε έτσι!

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Ω γη, και ω παλάτι μου, και σπίτι αγαπημένο, και ω νυφικό κρεββάτι μου.  Ω πατρίδα της Ιωλκού!

ΑΔΜΗΤΟΣ: Θάρρος, κρατήσου, δύστυχη!  Μην φεύγεις! Μην με αφήνεις, και παρακάλεσε τους θεούς, ίσως να μάς λυπηθούνε. 

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Βλέπω το πλοίο το δίκοπο, το βλέπω μέσα στην λίμνη και τον πορθμέα των νεκρών, τον Χάρο, τον ακούω, να κρατάει το κουπί στο χέρι του, και να μού λέγει:  «Γιατί αργείς; Μην χάνουμε καιρό.  Σε περιμένω».  Έτσι με πιέζει άγριος και θυμωμένος, έτσι.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Αλλοίμονο, τι άγριο ταξείδι προφητεύεις!  Ω, τι είναι αυτή η συμφορά, που μας βρήκε τώρα!

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Δεν βλέπεις;  Κάποιος έρχεται κοντά μου, να με πάρει.  Στα παλάτια των νεκρών κάτω, σιγά με σέρνει, είναι ένας θεός με τα φτερά. Τα μάτια του έχουν αγριεμμένο βλέμμα κάτω από τα βλέφαρα.  Α, άφησε με, άφησε.  Τι θέλεις να με κάμεις;  Τι δρόμος είναι αυτός που παίρνω άραγε η άμοιρη;

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Είναι θλιβερός ο δρόμος, για όσους σε αγαπούνε, για τον φτωχό σου σύζυγο, για τα παιδιά που κλαίνε.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Αφήστε με, αφήστε με.  Μη με κρατείτε τώρα.  Ξαπλώστε με, τα πόδια μου δεν με κρατούν.  Μού έρχεται πιο κοντά ο Χάρος.  Τα μάτια μου θολώνουν.  Παιδιά μου, η μητέρα σας δεν είναι, πια, στον κόσμο.  Μακάρι εσείς, τουλάχιστον, να ζείτε ευτυχισμένα!

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Αλλοίμονο, τα λόγια σου μού σφίγγουνε την ψυχή μου, και είναι για μένα σκληρότερα, ακόμα και από τον Χάρο!  Για το όνομα των θεών, κρατήσου, μη με αφήνεις.  Στην ζωή των ορφανών παιδιών μας σε ορκίζω, σήκω ορθή, και γέμισε την ψυχή σου με θάρρος!  Γιατί, αν μού πεθάνεις εσύ, δεν θέλω την ζωή μου, και εξαρτάται από σένα, να ζήσουμε ή όχι, γιατί η αγάπη σου είναι ιερή για εμάς τους δυο.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Με βλέπεις, σε τι κατάσταση έφθασα, Άδμητε.  Πριν να κλείσω τα μάτια μου, θα σού πω, τι θέλω.  Άκουσε με!  Από την αγάπη μου προς σε σένα και από τον σεβασμό μου, και για να ζήσεις μόνος σου, και να χαρείς τον κόσμο, πεθαίνω εγώ, ενώ, καθώς πολύ καλά γνωρίζεις, μπορούσα να μην πέθαινα. Αλλά να ζήσω ευτυχής, και να πάρω άλλον άνδρα μέσα από τους Θεσσαλούς, εκείνον που θα ήθελα, στο πλούσιο παλάτι να ζήσω σαν βασίλισσα, μέσα στα αγαθά του θρόνου.  Αλλά όμως, δεν θέλησα να ζήσω χωρίς εσένα, με τα παιδιά μας ορφανά, χωρίς εσένα κοντά μου, και ούτε λογάριασα τα νιάτα μου για σένα.

Και όμως, η μητέρα σου και ο γέρος σου πατέρας, και οι δύο σε εγκατέλειψαν, αν και είναι τόσο γέροι, που θα μπορούσανε να έδιναν εκείνοι την ζωή τους, και να πεθάνουν ένδοξοι, επειδή σώζουνε το παιδί τους.  Ήσουν το μόνο τους παιδί, και ελπίδα πια δεν είχαν, να κάνουν άλλο παιδί, αν εσύ τους πέθαινες.  Και έτσι, εμείς θα ζούσαμε, όσο μάς μένει ακόμα, και εσύ δεν θα με έχανες, πριν έρθει η ώρα μου, και αυτά, τα παιδιά μας, δεν θα ορφάνευαν.  

Μα όλα ήτανε γραμμένα, και ήτανε θέλημα θεού, να γίνει ό,τι έγινε.   Ας είναι, όμως. Τώρα πια, ορκίσου, πως θα κάμεις όλα όσα θα σού ζητήσω αυτήν την τελευταία στιγμή, αν και μού είναι αδύνατον να βρω, αυτό που αξίζει να δώσεις ως αντάλλαγμα της τόσης μου θυσίας.  Γιατί δεν είναι τίποτε πιο μεγάλο στον κόσμο και πιο πολυτιμότερο από την ζωή του ανθρώπου.  Έπειτα, να δεις και εσύ, πως δεν θα σού ζητήσω τίποτε άδικο, γιατί το ξέρω, πως το ίδιο θα αγαπάς και εσύ αυτά τα δύστυχα παιδιά μας.  

Να δεχτείς, λοιπόν, να μείνουνε κυρίαρχοι μέσα στο σπίτι, και μην τους δώσεις μητριά, μία γυναίκα ξένη, που δεν θα είναι σαν και εμένα καλή, και από ζήλεια θα βάλει χέρι πάνω τους, και θα τα βασανίζει.  Αυτό, μονάχα, σού ζητώ, και ελπίζω να το κάνεις.  Γιατί δεν υπάρχει μητριά, να μην είναι χειρότερη και από την οχιά, στα παιδιά της μάννας.  

Και όσο για το αρσενικό παιδί μας, αυτό θα έχει εσένα, που θα του είσαι φύλακας και δυνατός προστάτης. Αλλά εσένα, κόρη μου, ποιός θα σε αναθρέψει, όπως σού πρέπει;  Τα λόγια της μητριάς μπορούν, όταν μεγαλώσεις, να σε κακολογήσουν, και να σου καταστρέψουνε την τύχη σου, παιδί μου.  Δεν θα έχεις τη μαννούλα σου, να σε παντρέψει, και να σταθεί στο πλάϊ σου, την ώρα του τοκετού, που δεν είναι τίποτε γλυκύτερο από την μάννα.  Γιατί εγώ πεθαίνω πια.  Είναι λίγη η ζωή μου, ούτε μια μέρα, ούτε δυο ακόμα δεν θα ζήσω, σε λίγη ώρα, θα βρεθώ κάτω, στον μαύρο Άδη.  

Μακάρι να ζήσετε ευτυχείς.  Μπορείτε να καυχάσθε, εσύ, Άδμητε, ότι πέτυχες την πιο καλή γυναίκα, και εσείς, παιδιά, πως είχατε την πιο καλή μητέρα.

ΧΟΡΟΣ:  Όσο για αυτό, μην νοιάζεσαι.  Κανείς μας δεν διστάζει να πει πως ο Άδμητος θα κάμει ό,τι του ζητάς, αν έχει πάντα το μυαλό, που φαίνεται πως έχει.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Ω θα γίνει, ό,τι μου ζητάς, μην τρομάζεις.  Και ζωντανή είσαι η μόνη μου γυναίκα,  και αν πεθάνεις, εσύ μοναδική γυναίκα μου θα μείνεις.  Καμμιά άλλη, καμμιά γυναίκα Θεσσαλή, δεν θα βρεθεί να σε αντικαταστήσει ή ωραία ή από γενιά ευγενική, και να με λέει άντρα της.  Όσο για τα παιδιά μας, μη φοβηθείς, θα μείνουνε η μοναδική χαρά μου, αφού δεν προφθάσαμε να χαρούμε εσένα.

Και έπειτα, δεν θα έχω εγώ το πένθος σου για ένα χρόνο, αλλά για όλη μου την ζωή, και ώσπου να πεθάνω, θα νοιώθω περιφρόνηση για εκείνη που με γέννησε, και θα μισώ τον γέρο πατέρα μου.  Και οι δυο τους, με αγαπούσανε με τα λόγια, αλλά όχι και με έργα.  Εσύ, μόνη σου, δεν δείλιασες να δώσεις την ζωή σου, για να μού σώσεις την ζωή μου.   Μπορώ να μην στενάξω, τώρα, που θα χάσω τέτοια μοναδική σύντροφο; 

Ούτε θα ακουστεί τραγούδι, ούτε θα λάμψει χαρά, ούτε θα δούμε στεφάνια συμπολιτών, πια, εδώ μέσα.  Ούτε θα αγγίξω ποτέ την βάρβιτο, ούτε θα θέλει ο νους μου, με τον Λιβυκό αυλό, να ξαποστάσει, γιατί εσύ παίρνεις μαζύ σου κάθε χαρά.

Θα βρω τεχνίτες διαλεκτούς, να κάμουν ομοίωμά σου, και εγώ θα το ξαπλώσω απάνω στο κρεββάτι σου, και πέφτοντας και εγώ κοντά, θα το αγκαλιάζω γλυκά, και λέγοντας σου το όνομα, θα νομίζω πως σε έχω, αν και εσύ δεν θα είσαι πια!  Παρηγοριά μαύρη, μα θαρρώ πως θα μου δίνει κάποιο θάρρος στην ψυχή.  

Και θα έρχεσαι στα όνειρά μου, να ευφραίνεις την ψυχή μου, γιατί και αυτό ευχαριστεί, δηλαδή να βλέπεις στον ύπνο σου, έστω και λίγο, έστω μια στιγμή, εκείνον που αγαπούσες.  Μα αν είχα και εγώ χάρισμα, φωνή σαν του Ορφέα, να μπορώ και εγώ να συγκινήσω την Περσεφόνη ή και τον Πλούτωνα, γοργά, θα έτρεχα στον Άδη, και ούτε τον ψυχοπομπό θα τρόμαζα, μα ούτε ο Κέρβερος θα με έκανε να γυρίσω στον κόσμο χωρίς εσένα.  

Τώρα πια, περίμενε με κάτω, και ετοίμασε τα δωμάτια, κοντά σου να καθήσω. Εγώ θα δώσω διαταγή σε όλους αυτούς, στο ίδιο φέρετρο με εσένα να βάλουνε και εμένα, και να με απλώσουν δίπλα σου, στο πλάι σου.  Δεν θέλω ούτε νεκρός  να χωρισθώ από σένα ποτέ μου, που μόνη εσύ, μού έμεινες πιστή.

ΧΟΡΟΣ:  Όλοι εμείς θα κρατήσουμε μαζί σου το πένθος, που αλήθεια της αξίζει.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Και σεις, παιδιά, τα ακούσατε τα λόγια του πατέρα.  Είπε πως δεν θα παντρευτεί, και δεν θα με ξεχάσει.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Το είπα, και είμαι έτοιμος και να το κάμω.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Τότε, πάρε τα από τα χέρια μου, τα δύστυχα παιδιά μας. 

ΑΔΜΗΤΟΣ: Τα δέχομαι, από τα χέρια σου, αγαπημένα χέρια, αγαπημένη προσφορά.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Γίνε, εσύ μητέρα στη θέση μου.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Είναι πολλή ανάγκη, να γίνει αυτό τώρα, που δεν θα έχουνε εσένα.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Ω παιδιά μου, τώρα που έπρεπε να ζω για σάς, πεθαίνω τώρα.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Ω Αλλοίμονο! Πώς να κάνω, χωρίς εσένα, ο δόλιος; 

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Θα με ξεχάσεις με τον καιρό.  Εκείνος που πεθαίνει, δεν είναι, πλέον, τίποτα.  Με τον καιρόν ξεχνιέται.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Μη με αφήνεις, πάρε με και εμένα μαζύ σου κάτω. 

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Φθάνει το ότι πεθαίνω εγώ για σένα.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ω Μοίρα, τέτοια γυναίκα βρήκες να μού στερήσεις.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Νοιώθω τα μάτια να βαραίνουνε, το βλέμμα μου θολώνει. 

ΑΔΜΗΤΟΣ: Χάθηκα, αν μού φύγεις εσύ, γυναίκα μου....

ΑΛΚΗΣΤΙΣ: Και όμως, πάρε το πια απόφαση, πως με έχασες.... 

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Σήκω, και πάρε θάρρος.  Μην αφήνεις μόνα τα παιδιά σου. 

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Μήπως και εγώ το ήθελα;  Χαίρετε τώρα.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Δες τα, κοίταξε, πως σε βλέπουνε.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ: Δεν είμαι πια μαζί σας.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Τι κάνεις;  Μάς αφήνεις;

ΑΛΚΗΣΤΙΣ:  Ναι. Χαίρετε.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Αλλοίμονό μου! Χάθηκα ο άμοιρος.

ΧΟΡΟΣ: Πάει. Δεν υπάρχει πλέον. Πέθανε η δύστυχη γυναίκα του Αδμήτου.

ΕΥΜΗΛΟΣ:  Αλλοίμονό μου!  Πέθανε η μάννα μας, πατέρα, και με αφήνει ορφανό.  Τα μάτια της κλεισθήκανε, και πέσανε τα χέρια της. Μαννούλα μου, άκουσε με που σε φωνάζω, μάννα μου, σαν το πουλάκι που πέφτει στης μάννας του το στόμα.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Την φωνάζεις άδικα, δεν ακούει πια, ούτε και βλέπει. Έτσι η ίδια μαύρη συμφορά βρήκε και τους δυο μας.

ΕΥΜΗΛΟΣ:  Μένω ορφανός στον κόσμο πολύ μικρός, πατέρα μου.  Τι έπαθα, και συ, αδελφή μου, τι έπαθες μαζί μου!  Άδικα πήρες την μητέρα, ω πατέρα μου, αφού δεν προφθάσατε να φθάσετε ως τα γερατειά.  Τώρα έφυγε η μάννα μας, και πάει το σπιτικό μας.

ΧΟΡΟΣ:  Άδμητε, ανάγκη να φανείς άντρας στην συμφορά σου, γιατί δεν είσαι ο πρώτος από τους θνητούς, αλλά ούτε ο τελευταίος, που έχασε τόσο καλή γυναίκα. Πως όλοι θα πεθάνουμε το ξέρεις πολύ καλά.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Το ξέρω, και δεν με βρήκε ξαφνικά η συμφορά, είναι καιρός που το ήξερα, και με έτρωγε η αγωνία.  Μα τώρα μείνετε εδώ, να με βοηθήσετε όλοι, να γίνει η κηδεία της, και πείτε της τους ύμνους, που θέλουν οι σκληροί θεοί του Κάτω Κόσμου.  Και όλοι οι Θεσσαλοί, που κυβερνώ εγώ, σαν βασιλιάς τους, όλοι ας κάμουνε πένθος τους το πένθος το δικό μου, και τα μαλλιά ας κόψουνε, και ας βουτηχθούνε στα μαύρα. Και όσοι από σάς έχουν άρματα και άλογα ας τους κόψουνε την χαίτη με το σίδερο.  Και ούτε αυλός ή λύρα να ακουστεί σε όλην την πόλη, αν πρώτα δεν περάσουν δώδεκα, το λιγότερο, πανσέληνοι, σκεφτείτε πως δεν θα θάψω ποτέ μου προσφιλέστερο νεκρό, και πως αξίζει κάθε τιμή, γιατί αυτή χάθηκε, για να μού σώσει την ζωή.

ΧΟΡΟΣ:  Ω κόρη του Πελίου, μακάρι να είσαι ευτυχισμένη στον Άδη που θα πας, στα βάθη χωρίς ήλιο, στου Πλούτωνος τα δωμάτια.  Ας μάθει ο θεός του Άδη, με τα μαλλιά τα μαύρα, και ο γέρος ο νεκροπομπός, ο Χάρος, πως γυναίκα καλλίτερη δεν πέρασε την λίμνη του Αχέροντα.   

Όσοι άνθρωποι έλαβαν το δώρο του τραγουδιού από τις Μούσες, συχνά θέλουν να σε τραγουδούν απάνω στην λύρα, την λύρα την επτάχορδη, από κόκκαλο χελώνας ή και στους ύμνους, που χωρίς την λύρα, τραγουδιούνται στην Σπάρτη, όταν γίνονται οι γιορτές τον Μάϊο ή τις σεληνοφώτιστες τις νύχτες στην Αθήνα. Τέτοια τροφή, πεθαίνοντας, αφήνεις στα τραγούδια.

Ω, εμείς ας μπορούσαμε, κάτω από τον μαύρο Άδη και από τα νερά του Κωκυτού να πάρουμε εσένα, και να σε φέρουμε πίσω!  Γιατί εσύ μονάχα είχες την γενναιότητα, από όλες της γυναίκες, με την δική σου την ζωή, να σώσεις τον άντρα σου.  Μακάρι να πέσει ελαφρό το χώμα πάνω σου.  Και αν ποτέ ο άντρας σου πάρει άλλη γυναίκα, ούτε κανένας από εμάς, ούτε και τα παιδιά σου θα έχουν μάτια να τον δουν.  Γιατί ούτε η γρηά του μάννα, ούτε και ο πατέρας του, αν και ήτανε παιδί τους, δεχτήκανε να κατεβούνε στον Άδη, να τον σώσουν, αν και ήτανε γέροι και οι δυο, και τα μαλλιά τους άσπρα, και μόνο εσύ, που βρίσκεσαι στο άνθος της ζωής σου, θυσίασες την νιότη σου.  Μακάρι καθένας από εμάς τέτοια γυναίκα να έβρισκε, γιατί δεν είναι μεγαλύτερη τύχη στον κόσμο από την καλή γυναίκα.  Αν τέτοια μού τύχαινε, βεβαίως, θα περνούσε την ζωή της πλάϊ μου χωρίς καμμία λύπη.

  

Αυλαία

  

ΠΡΑΞΗ Β'.

  

ΣΚΗΝΗ Α'.

 

ΗΡΑΚΛΗΣ, ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 

(Ο χορός των Θεσσαλών γερόντων στέκεται σιωπηλός έξω από τα ανάκτορα.  Εμφανίζεται ο Ηρακλής, ο οποίος τους ρωτά).

ΗΡΑΚΛΗΣ: Ω ξένοι, της Φεραίας γης πολίτες, ξέρετε, ίσως, αν βρίσκεται ο Άδμητος μέσα στα ανάκτορά του;

ΧΟΡΟΣ:  Ναι, είναι μέσα, Ηρακλή.  Αλλά, όμως, ποια αιτία σε φέρνει στην χώρα των Θεσσαλών, στην Φεραία.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Μια εργασία ανέλαβα του Ευρυσθέως, του τυράννου της Τίρυνθας.

ΧΟΡΟΣ: Και πού πηγαίνεις τώρα, σε ποια μέρη τρέχεις, να περιπλανηθείς;

ΗΡΑΚΛΗΣ: Στην Θράκη.  Θα ζητήσω τα τέσσερα άλογα, που έχει ο Διομήδης στο άρμα του.

ΧΟΡΟΣ: Σκέφτηκες καλά πώς θα το κάμεις;  Γνωρίζεις με ποιόν άνθρωπο πηγαίνεις να τα βάλεις;

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Όχι, δεν έτυχε να βρεθώ ποτέ στην χώρα των Βιστόνων.

ΧΟΡΟΣ:  Αδύνατον να πάρεις τα άλογα χωρίς μάχη.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Αλλά όμως, και ούτε να αρνηθώ μπορούσα.

ΧΟΡΟΣ:  Θα σκοτώσεις για να γυρίσεις, αλλιώς θα μείνεις εκεί νεκρός. 

ΗΡΑΚΛΗΣ: Δεν είναι η πρώτη μου φορά που αναλαμβάνω έναν αγώνα. 

ΧΟΡΟΣ:  Και αν νικήσεις, τάχα ποιά θα είναι τα κέρδη σου;

ΗΡΑΚΛΗΣ:   Θα πάω τα άλογα στον τύραννο της Τίρυνθας.

ΧΟΡΟΣ:  Δύσκολο να βάλεις χαλινάρι στο στόμα τους.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Εκτός από την δυσκολία του χαλιναριού στο στόμα τους, εκτοξεύουν και φωτιές.

ΧΟΡΟΣ:  Τον άνθρωπο τον κάνουν στα δόντια τους κομμάτια.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Όπως τα λέτε, όχι άλογα θα είναι, αλλά άγρια θηρία.

ΧΟΡΟΣ:  Όταν πας, θα δεις τις φάτνες τους μες στο αίμα.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Και ποιανού, άραγε, να είναι γυιος, αυτός που τα ανατρέφει;

ΧΟΡΟΣ:  Του Άρη και είναι Βασιλιάς της πλούσιας Θράκης.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Από όσα λες, μού φαίνεται, πως ο άθλος μού αξίζει.  Γιατί εμένα, η μοίρα μου είναι σκληρή, και πάντα με πηγαίνει από το ένα δύσκολο στο άλλο.  Αφού μού ήτανε γραφτό με τα δυο παιδιά του Άρη να πολεμήσω, στην αρχή με πρώτο τον Λυκάονα και έπειτα με τον Κύκνο, να τώρα, και ο τρίτος που έχει αυτά τα άλογα, μα κανένας δεν θα δει να φοβηθώ, εγώ ποτέ, εγώ ο γυιος της Αλκμήνης.

ΧΟΡΟΣ:  Να και ο Άδμητος που φτάνει, ο Βασιλιάς του τόπου.

 

ΣΚΗΝΗ Β'.

 

(Εισέρχεται ο Άδμητος με κομμένα τα μαλλιά του, σε ένδειξη πένθους.)

ΑΔΜΗΤΟΣ: Χαίρε, καλώς μας ώρισες, γυιε του Διός και απόγονε του Περσέως.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Χαίρε και συ, Βασιλιά των Θεσσαλών, ω Άδμητε.

 ΑΔΜΗΤΟΣ:  Το ήθελα να χαίρομαι.  Ξέρω πως έρχεσαι εδώ σαν φίλος. 

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Βλέπω τα μαλλιά σου κομμένα, είναι αυτό πένθιμο σημάδι.  Τι συμβαίνει;

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Θα θάψουμε κάποιον νεκρό σήμερα.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Να δώσει ο θεός μακρυά μια τέτοια συμφορά, από τα παιδιά σου.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Εκείνα μέσα στο σπίτι είναι ζωντανά και ευτυχισμένα.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Ο γέρος ο πατέρας σου, μήπως μάς άφησε χρόνους; 

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Και εκείνος και η μητέρα μου ζούνε πάντοτε.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Μα τότε, μήπως η Άλκηστις πέθανε, η γυναίκα σου;

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Για εκείνη μπορούσα να σου δώσω μία διπλή απάντηση.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Τι λες;  Πέθανε ή ζει;

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Και είναι και δεν είναι, και είμαι εξ αιτίας της σε λύπη βυθισμένος.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Τα λόγια σου καμμία εξήγηση δεν μού δίνουν.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Δεν ξέρεις, τι της ήτανε γραφτό από την Μοίρα;

 ΗΡΑΚΛΗΣ:  Ξέρω ότι δέχθηκε να πεθάνει για σένα.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Λοιπόν, πως μπορώ να πω πως ζει, αφού δέχθηκε να πεθάνει για μένα;

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Α, πριν έλθει η ώρα της, μην την κλαις.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Τι σημαίνει; Άραγε, δεν λέγεται νεκρός αυτός που θα πεθάνει;

ΗΡΑΚΛΗΣ: Ναι, αλλά είναι ξεχωριστό το ένα από το άλλο.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Εσύ έτσι νομίζεις, Ηρακλή.  Εγώ, όμως, όχι.

ΗΡΑΚΛΗΣ:   Τότε, τι κλαις;  Μήπως πέθανε κανένας φίλος σου;

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Γυναίκα είναι ο νεκρός.  Για αυτήν μιλούμε τώρα.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Γυναίκα ξένη ή συγγενής;

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ξένη, αλλά δική μας σε αυτό το σπίτι.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Μα τότε, εδώ πώς πέθανε κοντά σου;

ΑΔΜΗΤΟΣ: Όταν πέθανε ο πατέρας της, ήρθε ορφανή μαζύ μας.

 ΗΡΑΚΛΗΣ:  Αλλοίμονο!  Μακάρι οι θεοί να με έστελναν, να σε βρω μια άλλη ώρα, Άδμητε, που να μην είχες λύπες.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Τι θες να πεις! Τα λόγια σου αυτά, τι να σημαίνουν;

ΗΡΑΚΛΗΣ: Πρέπει να φύγω από εδώ, και αλλού να βρω να φιλοξενηθώ.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Αδύνατον! Τέτοιο κακό, δεν θα μού κάνεις ποτέ.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Σε αυτούς που έχουν τη λύπη τους, ο ξένος είναι θορυβώδης,.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Οι πεθαμένοι πέθαναν.  Πέρασε μέσα στο σπίτι.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Δεν είναι πρέπον, άνθρωπος να κάθεται να τρώγει σε σπίτι, που έπεσε η συμφορά και η λύπη.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Οι ξενώνες είναι χωριστά. Εκεί θα σε οδηγήσω. 

ΗΡΑΚΛΗΣ: Αν με αφήσεις να μείνω, Άδμητε, θα στο χρωστώ σαν χάρη.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Δεν είναι πρέπον, Ηρακλή, να πας σε άλλο σπίτι.

(Προς ένα δούλο.)

Οδήγησε τον ξένο μας στους ξενώνες από έξω, και πες στους φύλακες να στρώσουν το τραπέζι με άφθονα τα φαγητά.  Να κλείσουνε τις πόρτες που οδηγούνε μέσα.  Ο ξένος μας δεν πρέπει να ακούσει τους στεναγμούς και να λυπηθεί την ώρα που θα τρώει.

(Ο δούλος και ο Ηρακλής βγαίνουν έξω.)

 

ΣΚΗΝΗ Ε'.

 

ΑΔΜΗΤΟΣ, ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 

ΧΟΡΟΣ:  Τι κάνεις; Τέτοια συμφορά σε βρήκε, και, όμως, θέλεις τον ξένο σου να τον δεχθείς, να τον φιλοξενήσεις;

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Άραγε, αν έδιωχνα τον ξένο από το σπίτι μου, εδώ, και αν τον έδιωχνα από την πόλη θα με επαινούσατε;  Όχι.  Η συμφορά δεν θα ήτανε λιγότερη, βεβαίως, και μόνον εγώ θα ήμουν αφιλόξενος.  Θα έλεγε ο κόσμος ότι μέσα στα άλλα κακά που με βρήκαν, πως είμαι και αφιλόξενος ακόμα, και δεν τιμάω τους ξένους.  Και όμως, εγώ όταν βρεθώ στο άνυδρο το Άργος, εκείνος με φιλοξενεί, και με περιποιείται.

ΧΟΡΟΣ: Αφού, όμως, είναι φίλος σου, όπως τον λες, τι κρύβεις την συμφορά σου από αυτόν, και δεν την φανερώνεις;

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Αν μάθαινε τον πόνο μου, θα ήθελε να μείνει;  Ξέρω πως ό,τι έκανα θα σάς φανεί τρέλλα, και δεν θα με παινέσετε.  Μα το δικό μου σπίτι δεν έμαθε να διώχνει τους ξένους του, και με αυτόν τον τρόπο να ατιμάζει.

(Εισέρχεται στα ανάκτορα.)

 

ΧΟΡΟΣ:  Ω πάντοτε φιλόξενο, πρόθυμο πάντα σπίτι, που κάποτε και ο Απόλλων, ο Πύθιος, με την ξακουσμένη λύρα δέχθηκε να μείνει στην στέγη σου, γύρω στους λόφους σαν βοσκός, να παίζει την λύρα του, και τα κοπάδια να καλεί σε μεθύσι γαμήλιων τραγουδιών. Μαζί τους βοσκούσανε λύγκες μαγεμένοι στον ήχο, με ραβδωτό δέρμα, και άγρια λιοντάρια που έφευγαν από τα δάση της Όθρυος.  

Γύρω - γύρω από την κιθάρα σου, χόρευε ελαφρό, ω Φοίβε, το ζαρκαδάκι το μικρό, με το παρδαλό δέρμα, που πετιέται ξαφνικά από τα ψηλά ελάτια.  Γιατί αλήθεια, ο Άδμητος βασιλεύει σε χώρα, που έχει από όλες τις χώρες, πιο πολλά κοπάδια γύρω - γύρω από τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης της Βοιβηίδας. Απλώνει τα όμορφα χωράφια της από το ένα μέρος, από εκεί που ο Ήλιος ζεύει τα άλογα του κατά τη γη των Μολοσσών, και απλώνεται από το άλλο μέρος, προς το Αιγαίο και προς το Πήλιο κάτω, εκεί που δεν βρίσκεται λιμάνι στις παραλίες του.  

Τώρα, το σπίτι του άνοιξε για να υποδεχθεί τον ξένο, αν και το μάτι του είναι υγρό, ακόμη, από το δάκρυ για την γυναίκα, που έχασε προ ολίγης ώρας τώρα.  Αλλά, η ευγενική ψυχή θα κάνει, πάντα, εκείνο που θεωρεί καθήκον της, και πρέπον να το κάμει.  Και οι καλοί πάντα, καλά πράγματα θα κάνουν.  

Τον θαυμάζω για ό,τι έκανε, και μέσα στα βάθη της ψυχής μου, εγώ έχω την πεποίθηση, πως οι θεοί, ως το τέλος, θα δώσουνε την ευτυχία σε ένα τέτοιον άνδρα.

(Εισέρχεται στην σκηνή η νεκρική πομπή της Αλκήστιδος.)

 

ΣΚΗΝΗ Δ'.

 

ΑΔΜΗΤΟΣ, ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ, ΦΕΡΗΣ

 

ΑΔΜΗΤΟΣ: Άνδρες Φεραίοι, ευχαριστώ που ήλθατε όλοι εδώ, για να μάς αποδείξετε, πόσο μάς αγαπάτε. Τώρα, οι δούλοι φέρνουνε στον τάφο, το σώμα της γυναίκας μου στολισμένο, με όσα στολίδια πρέπει.  Εσείς αποχαιρετήσατε τώρα την πεθαμμένη, που ξεκινά για το στερνό και αγύριστο ταξείδι.

(Εμφανίζεται ο Φέρης, ακολουθούμενος από δούλους, οι οποίοι φέρνουν δώρα,)

 

ΧΟΡΟΣ: Να και ο πατέρας σου, Άδμητε, αργά - αργά προχωράει με βήμα, που του έκαμε βαρύ η ηλικία.  Οι δούλοι του, κρατούνε στα χέρια τους τα δώρα του, που συνηθίζουνε να βάζουνε στους νεκρούς.

ΦΕΡΗΣ:  Παιδί μου, ήλθα και εγώ να κλάψουμε μαζύ την συμφορά σου. Κανείς δεν έχει αντίρρηση, πως έχασες γυναίκα, που ήτανε καλή και φρόνιμη. Μα τι να κάνεις τώρα;  Όσο και αν είναι δύσκολο, θα το υποφέρεις. Δέξου τα λίγα αυτά στολίδια, και βάλε τα στον τάφο της. Γιατί αξίζει από όλους μας να τιμηθεί το σώμα εκείνης, που πέθανε για να σώσει εσένα. Με αυτήν της την θυσία, δεν άφησε, τώρα, και εμένα να απόμενα χωρίς παιδί στα γερατειά μου.  Έγινε παράδειγμα αυτή σε όλες τις γυναίκες, με αυτό που τόλμησε να κάνει για χάρη σου,  που, εσύ που έσωσες αυτόν και όλους μας μαζί του, χαίρε, και μακάρι κάτω εκεί, στα παλάτια του Άδου να βρεις ωραία ανάπαυση.  Αλήθεια, πρέπει κανείς να εύχεται ή τέτοιον γάμο ή να μένει ανύπαντρος.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ούτε εγώ σε κάλεσα να έλθεις στην κηδεία, ούτε χαίρομαι που ήρθες.  Να πάρεις και τα δώρα που έφερες, γιατί εγώ δεν θα τα βάλω σε αυτήν.  Αυτή δεν έχει ανάγκη από τα δώρα σου, για να ταφεί.  Τότε, έπρεπε να λυπηθείς, όταν εγώ χανόμουν. Μα εσύ που τότε δέχθηκες, αν και ήσουν τόσο γέρος, εγώ να πεθάνω νέος, τώρα για αυτήν λυπάσαι.  Δεν είσαι εσύ πατέρας μου, όπως το λες, μα ούτε και μάννα μου είναι αυτή, που λέει πως είναι μάννα, μόνο γιατί με γέννησε.  Κάποια ξένη γυναίκα με έδωσε στην γυναίκα σου να με βυζάξει.  Μόλις ήλθε η στιγμή, να δείξετε και οι δύο σας, αν εσείς είστε αλήθεια οι γονείς μου, φανήκατε ποιοι είστε και οι δύο.  Ή μήπως γεννήθηκες πιο άνανδρος από όλους, και δείλιασες, και αρνήθηκες σε αυτήν την ηλικία, να χάσεις την δική σου την ζωή, για του παιδιού σου την ζωή, και αφήσατε για μένα να πεθάνει μία ξένη, που δίκαια την είχα εγώ πατέρα και μητέρα.  

Και όμως, θα ήταν ο αγώνας ωραίος, να πεθάνεις για το παιδί σου, αφού έφθασες στο τέλος πια του βίου, και δεν σού έμενε πολύς καιρός να ζήσεις πλέον.  

Έπειτα, τις είχες όλες, όλες τις ευτυχίες, που μπορεί κανείς να ζητήσει στον κόσμο αυτό.  Από νέος ακόμη, ήσουνα Βασιλιάς.  Και ούτε υπήρχε φόβος πεθαίνοντας να άφηνες πίσω ορφανό τον θρόνο, ξένοι να τον αρπάξουνε, αφού είχες το παιδί σου. Ούτε μπορούσες βέβαια, να πεις, πως δεν τιμούσα τα γηρατειά σου, και για αυτό με άφησες να πεθάνω, γιατί εγώ σού έδειχνα τον σεβασμό, που πρέπει να δείχνουμε στους γέροντες, και όμως δείτε τώρα, και οι δυο, πώς μού πληρώσατε αυτόν τον σεβασμό μου!  Βεβαίως, δεν θα μπορούσες, πια, να κάνεις άλλα παιδιά, να σε γηροκομήσουνε, και όταν θα έρθει η ώρα, το σώμα σου να εκθέσουνε, και να θάψουν με τιμή.  Εγώ, με αυτά τα χέρια μου, βεβαίως, δεν θα σε θάψω, γιατί εγώ είμαι νεκρός για σένα.  Αν χρωστώ σε έναν άλλον, το ότι είμαι ακόμα ζωντανός, εκείνον σαν πατέρα θα τιμώ, και θα γηροκομούσα.  

Άδικα, λένε οι γέροντες, πως θέλουν να πεθάνουν, και ότι βαρεθήκανε την πολλή ζωή τους.  Μόλις φανεί ο θάνατος, που θέλει να τους πάρει, όλοι ευθύς μετανοούν, και βρίσκουν, πως τα γερατειά δεν είναι πια βαρειά για αυτούς.

ΧΟΡΟΣ:  Άδμητε, σταμάτησε, τώρα. Φθάνει αυτή η συμφορά, μην πληγώνεις τον γέρο.

ΦΕΡΗΣ: Παιδί μου, σε ποιόν δούλο σου μιλείς με αυτά τα λόγια, σε Φρύγα ή σε άνθρωπο που πήρες στην Λυδία;  Δεν είμαι τάχα Θεσσαλός ελεύθερος;  Δεν είχα και εγώ πατέρα Θεσσαλό και ελεύθερον;  Με βρίζεις με λόγια που περνούνε τα όρια της λύπης σου.  Μα έπειτα από τα λόγια αυτά, δεν μπορείς να φύγεις. Εγώ σε γέννησα, και εγώ είχα καθήκον πάλι να σε αναθρέψω, κύριο στο σπίτι να σε κάμω, αλλά όχι και για χάρη σου, να χάσω τη ζωή μου.  Αυτό, καμμιά συνήθεια του τόπου, δεν το λέει, και ούτε το έμαθα από τον πατέρα μου ως νόμο. 

Αν γεννηθείς ευτυχής ή δυστυχής, είναι γραφτό δικό σου.  Από εμάς ό,τι ήτανε να πάρεις, το πήρες.  Είσαι νέος Βασιλιάς ενός μεγάλου λαού, και θα σού αφήσω πολλά κτήματα, όσα πήρα και εγώ από τον πατέρα μου.

Λοιπόν, τι κακό σού έχω κάμει, και τι σού στέρησα; Δεν θέλω να πεθάνεις εσύ για μένα, μα ούτε εγώ πεθαίνω για χάρη σου.   Εσύ, την αγαπάς την ζωή, εγώ, νομίζεις, όχι;  Του κάτω κόσμου η ζωή είναι πολλή  και αιώνια.  Εδώ πάνω, η ζωή είναι λίγη, μα είναι γλυκειά.  Εσύ ζήτησες να ζήσεις χωρίς καμμιά ντροπή, και όταν έφθασε η ώρα σου, σώθηκες από την Μοίρα σκοτώνοντας αυτήν εδώ, και βρίζεις, τώρα, εμένα εσύ, ο αλήθεια άνανδρος, που δέχθηκες να χαθεί μια γυναίκα, πριν να έρθει η ώρα της, προς χάρη του καλού της;  Ωραία πρόφαση βρήκες, ποτέ να μην πεθάνεις, αν πείθεις την γυναίκα σου, να παίρνει την θέση σου.  Τέτοιος είσαι εσύ, κατηγορείς τους άλλους, που δεν θέλουν να κάνουν, ό,τι κάνεις συ.

Σιώπησε και σκέψου, πως αν εσύ την αγαπάς δικαία την ζωή σου, οι άλλοι δεν την αγαπούν;  Μην λες κακά για μένα, γιατί θα ακούσεις πολύ χειρότερα, και δικαία.

ΧΟΡΟΣ:  Κακά λόγια ακούσθηκαν εδώ, και πριν και τώρα.  Αλλά, όμως, σταμάτησε, γέροντα, να βρίζεις το παιδί σου.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Πες ό,τι θέλεις.  Ξέρω εγώ, πως θα σου απαντήσω.  Αν σου κακοφαίνεται να ακούς την αλήθεια, δεν έπρεπε να μου φερθείς, όπως φέρθηκες εσύ.

ΦΕΡΗΣ:  Χειρότερο θα ήταν, αν πέθαινα για χάρη σου.

ΑΔΜΗΤΟΣ:   Το ίδιο είναι ο θάνατος του γέρου και του νέου;

ΦΕΡΗΣ:  Μία ζωή θα ζήσουμε και όχι δύο.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Είθε να ζήσεις περισσότερο και από τον Δία, ακόμα.

ΦΕΡΗΣ:  Αυτούς που σε γέννησαν καταριέσαι άδικα, ενώ κακό δεν σού έκαναν.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Τώρα, μονάχα, βλέπω πόσο σού αρέσει η ζωή.

ΦΕΡΗΣ:  Σε εσένα δεν αρέσει, που άλλος για σένα πέθανε, και τώρα τον παιδεύεις;

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Είναι σημάδι και αυτό της δικής σου ανανδρίας.

ΦΕΡΗΣ:   Τώρα θα πεις, πως πέθανε η Άλκηστις για μένα!

ΑΔΜΗΤΟΣ: Ευχήσου να μη με χρειαστείς τίποτε, και ποτέ, σε καμμιά ανάγκη.

ΦΕΡΗΣ: Πάρε και άλλες σαν και αυτήν, για να έχεις να πεθαίνουν.

 ΑΔΜΗΤΟΣ:  Δική σου είναι η ντροπή, που ήθελες να ζήσεις.

ΦΕΡΗΣ:  Ε, τι να γίνει!  Είναι γλυκό το φως, που μάς δίνει ο θεός.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Δεν έχεις ανδρική καρδιά στα στήθη σου, δεν έχεις. 

ΦΕΡΗΣ:  Δεν χαίρεσαι, γιατί δεν κηδεύεις νεκρό τον γέρο.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Μα θα πεθάνεις άδοξος, σαν θα έρθει η σειρά σου.

ΦΕΡΗΣ:   Όταν πεθάνω, λέγε μου ό,τι θέλεις. Δεν θα ακούω.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Αλλοίμονο, τι αδιάντροπα είναι τα γηρατειά!

ΦΕΡΗΣ:  Αυτή, η γυναίκα σου δεν ήταν αναιδής, κουτή την βρήκες μονάχα.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Φύγε, και άφησε με εδώ, να θάψω την νεκρή μου.

ΦΕΡΗΣ:  Φεύγω και θάψε την εσύ, που είσαι και ο φονιάς της.  Αλλά κάποια στιγμή θα δώσεις λόγο στους συγγενείς της. Δεν θα είναι άνδρας ο Άκαστος, αν δεν έλθει κάποτε, να τιμωρήσει άγρια τον φόνο της αδελφής του.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Λοιπόν, κατάρα και σε σένα, κατάρα και στην μάννα. Και οι δυο, αν και έχετε παιδί, εν τούτοις θα γυρνάτε χωρίς παιδί.   Στο σπίτι μου, κανείς σας, να μην έλθει.  Και αν είναι, να απαρνηθώ το σπίτι και με κήρυκες, το σπίτι που γεννήθηκα, βεβαίως, θα το κάμω.  Και εμάς που βρήκε η συμφορά τώρα ας την υποστούμε, και ας το πάμε στην πυρά, το σώμα της νεκρής μας.

ΧΟΡΟΣ:  Αλλοίμονο, η δύστυχη, αυτό το θύμα της τόλμης.  Χαίρε, ω γενναία γυναίκα, εσύ, χαίρε, εσύ η μεγάλη.  Μακάρι, ο Χθόνιος Ερμής και ο Άδης να δειχθούνε ευνοϊκοί σε σένα.  Και αν υπάρχει για τους καλούς εκεί κάτω, κάτι καλό περισσότερο από τους άλλους, μακάρι να το έχεις εσύ, η καλή, σαν κάθεσαι στο πλάϊ της Περσεφόνης, της γυναίκας του Πλούτωνα στον Άδη.

(Εξέρχεται η κηδεία αργά.)

 

 

Αυλαία

 

ΠΡΑΞΙΣ Γ'

 

ΘΕΡΑΠΩΝ, ΗΡΑΚΛΗΣ

 

(Η ίδια σκηνογραφία. Από την μεσαία θύρα εξέρχεται ο θεράπων.)

ΘΕΡΑΠΩΝ: Είδαν πολλούς ξένους τα μάτια μου στο σπίτι τούτο, και από τα πέρατα της γης, στου Αδμήτου το τραπέζι, πάρα πολλοί καθήσανε.  Μα σαν αυτόν τον ξένον, χειρότερο δεν είδανε τα μάτια μου ως τώρα.  

Αφού είδε, πως ο Άδμητος είχε νεκρό στο σπίτι, αυτός εν τούτοις τόλμησε να έρθει να φιλοξενηθεί.  Έπειτα, δεν τον έφθασαν εκείνα που του πήγα να φάει, αλλά ζήτησε να του φέρω και άλλα.   Πήρε στο χέρι του το ξύλινο ποτήρι, και άρχισε να πίνει μαύρο κρασί, ώσπου η φλόγα πότισε το σώμα του, και το έκανε καμίνι. Τότε με μυρτιά στόλισε, αμέσως, το κεφάλι, και άρχισε να τραγουδάει σαν σκύλος που ουρλιάζει. Διπλή, τότε, ακουγότανε η μουσική στο σπίτι, γιατί εκείνος ούρλιαζε, χωρίς να τον νοιάζει για την δική μας συμφορά, ενώ ημείς οι άλλοι κλαίγαμε τον θάνατο της δύστυχης κυράς μας.   Όμως, κρύβαμε την λύπη από τον ξένο μας, γιατί έτσι διέταξε σε όλους ο Άδμητος.  

Και έτσι, ενώ τώρα εγώ φροντίζω μέσα στο σπίτι για ένα ξένο, που ληστής θα είναι ή κακούργος, εκείνη πάει, χωρίς εγώ να πάω από πίσω, χωρίς να πιάσω μια στιγμή το χέρι, και να κλάψω εκείνη, που για όλους μας ήταν, αλήθεια, μητέρα.  Γιατί μάς έσωζε από πολλά κακά, όταν περνούσε με γλύκα τον θυμό του Αδμήτου.  Έχω δίκηο, λοιπόν, να τον σιχαίνομαι τον ξένο μας, που ήρθε μέσα σε τέτοιες συμφορές;

ΗΡΑΚΛΗΣ: (Εξέρχεται από την μεσαία θύρα κλονιζόμενος από μέθη.)  Ε, εσύ, γιατί τα μούτρα σου τα έχεις κατεβασμένα;  Δεν πρέπει ο δούλος να δέχεται τον ξένο σκυθρωπός, αλλά να είναι πρόσχαρος.  Εσύ βλέπεις τον φίλο του αφέντη σου εδώ μπροστά, και με κοιτάζεις έτσι με πρόσωπο περίλυπο και ζαρωμένα φρύδια, σαν να σού τρώγεται η ψυχή για κάποια ξένη έννοια.  Έλα εδώ κοντύτερα, σοφότερος να γίνεις.  Ξέρεις τι είδους πράγματα είναι των θνητών;  Βεβαίως δεν ξέρεις.  Και έχεις δίκιο που να τα μάθεις;  Έλα, λοιπόν, να ακούσεις.

Ο θνητός θα πεθάνει μια μέρα, και ούτε υπάρχει άνθρωπος να ξέρει αν θα ζήσει ως αύριο. Γιατί κανείς δεν ξέρει που πηγαίνει η Τύχη, και ούτε μπορεί να το μάθει με τέχνη.  Τώρα λοιπόν, που της τύχης τα έμαθες από μένα κοίταξε, πως να την χαρείς σήμερα τη ζωή σου, πίνε, και τα άλλα, άφησε τα στην τύχη να τα κάμει.  Τίμα και την γλυκύτερη θεά για τους ανθρώπους, την Κύπριδα, γιατί η θεά είναι καλή, και ακούει.  Όλα τα άλλα άφησε τα, και άκουσε με εμένα, γιατί μού φαίνεται πως λέω σωστά λόγια, αλήθεια.  

Ξέχνα λοιπόν την λύπη σου, και έλα να πιεις μαζί μου.  Να γίνεις εσύ ανώτερος, από όλα αυτά, και βάλε στεφάνι στο κεφάλι σου.  Δεν έχω αμφιβολία, πως θα διώξεις την λύπη σου και την φροντίδα σου με άφθονα ποτήρια.  Αφού έχουμε γίνει θνητοί, πρέπει και να σκεπτόμαστε σαν θνητοί.  Γιατί όποιος περνά όλη του την ζωή με ζαρωμένα φρύδια και σοβαρός, μου φαίνεται τουλάχιστον εμένα πως δεν περνά ζωή αυτός, μα συμφορά.

ΘΕΡΑΠΩΝ:  Τα ξέρω πως είναι σωστά αυτά που λες, μα τώρα δεν είναι ώρα για γέλια και για όρεξη.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Για μια γυναίκα ξένη, τόσο λυπάσαι!   Ο αφέντης σου και η κυρά σου ζούνε.

ΘΕΡΑΠΩΝ:  Ζούνε; Τι λες;  Δεν ξέρεις την συμφορά του σπιτιού μας;

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Όχι.  Εκτός αν ο κύριος σου είπε ψέμματα.

ΘΕΡΑΠΩΝ:  Είναι πολύ φιλόξενος, για να μη λυπήσει τον ξένο του.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Λέγε, λοιπόν, τι συμφορά σάς βρήκε;

ΘΕΡΑΠΩΝ:  Πήγαινε εσύ στο καλό χαρούμενος.  Οι άλλοι εμείς ας την κλάψουμε την συμφορά του αφέντη.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Δεν φαίνεται να πρόκειται για ξένον από τα λόγια σου.

ΘΕΡΑΠΩΝ:  Αν ήταν ξένος ο νεκρός, δεν με έμελε να βλέπω εσένα να γλεντάς εδώ.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Βέβαια, για έναν ξένο δεν έπρεπε να μείνω εγώ χωρίς φιλοξενία.

ΘΕΡΑΠΩΝ: Δεν είναι ξένος ο νεκρός. Είναι πολύ δικός μας.

 ΗΡΑΚΛΗΣ:  Πώς;  Πάει τέτοια προσβολή σε μένα, δηλαδή να κρύψει ο Άδμητος την λύπη του από τον ξένον του;

ΘΕΡΑΠΩΝ:  Δεν ήλθες σε μια κατάλληλη στιγμή.  Εμείς έχουμε πένθος. Δεν βλέπεις μαύρα που φορώ, δεν βλέπεις τα μαλλιά μου κομμένα; 

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Ποιός πέθανε;  Μήπως κανένα παιδί ή μήπως ο πατέρας του ο γέρος;

ΘΕΡΑΠΩΝ:  Όχι ξένε, πέθανε η γυναίκα του.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Τι λες; Με τέτοιο πένθος με δεχθήκατε στο σπίτι;

ΘΕΡΑΠΩΝ: Ντρεπότανε ο Άδμητος να διώξει από το σπίτι του τον ξένο, σαν ήλθε.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Ω άμοιρε, τι σπάνια γυναίκα στερήθηκες!

ΘΕΡΑΠΩΝ:  Εκείνη μόνο χάθηκε;  Όλοι είμαστε χαμένοι.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Εγώ είδα τα μάτια σας γεμάτα δάκρυα, είδα πως είχατε κομμένα τα μαλλιά σας.  Μα εκείνος, με έπεισε πως πέθανε κάποιος από έξω, ξένος.  Διά της βίας με κράτησε στο σπίτι, το θλιμμένο, και άρχισα να πίνω εγώ, ενώ αυτός πενθούσε. Τώρα, μπορώ να κάθομαι εγώ στεφανωμένος να πίνω, και να τραγουδώ;  Το σφάλμα είναι δικό σου που δεν μού είπες τίποτα για αυτήν την δυστυχία.  Και τώρα πού την θάψανε; Πού είναι να τους βρω;

ΘΕΡΑΠΩΝ:  Στον δρόμο που πηγαίνει κατευθείαν στην Λάρισα, έξω από τα προάστεια, εκεί θα δεις όλον τον τάφο από άσπρο μάρμαρο, καλοπελεκημένο.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Ω εσύ καρδιά μου, που έκαμες τόσα και τόσα ως τώρα και χέρι εσύ, ήρθε ο καιρός να δείξετε, ποιος είναι εκείνος που γέννησε η Αλκμήνη από τον Δία, κάτω από την Τίρυνθα, η κόρη του Ηλεκτρύωνος.

Γιατί εγώ πρέπει να σώσω την δύστυχη γυναίκα, που προ ολίγου πέθανε,

και να την φέρω, πάλι, στο σπίτι της, στον Άδμητο, και χάρη να του κάμω.

Θα πάω να προφθάσω τον μαυροφόρο θάνατον, τον Βασιλιά των νεκρών, κάτω εκεί στον τάφο έτοιμο να πάρει το αίμα των θυμάτων του.  Και αν πέσω απάνω του άξαφνα, και τον σφίξω με τα δυο μου χέρια καλά, βέβαια, κανείς δεν θα μπορέσει να μού τον πάρει από εκεί, αν πρώτα δεν αφήσει την γυναίκα από τα ματωμένα του πλευρά του.  

Και αν αποτύχω, ή ο θάνατος δεν έλθει να αρπάξει το ματωμένο γλύκισμα, στον Άδη θα κατέβω στα ανήλια βασίλεια της Περσεφόνης κάτω, να την ζητήσω.  Και δεν έχω καμμιά αμφιβολία, πως θα την φέρω την Άλκηστη γρήγορα απάνω, στα χέρια του συζύγου της να την παραδώσω, που πρόθυμος δέχθηκε τον ξένο στο σπίτι του, αν και είχε τέτοια συμφορά, και σκέφθηκε να κρύψει τόσο γενναία τον πόνο του, κανένα μη λυπήσει.  Ποιος είναι πιο φιλόξενος στην χώρα των Θεσσαλών και από όλους όσοι κατοικούν εις την Ελλάδα;   Όμως τόσο γενναίος αν φάνηκε, δεν βρήκε αχάριστο.

(Εξέρχεται δεξιά.)

 

ΣΚΗΝΗ Β'.

 

ΑΔΜΗΤΟΣ, ΧΟΡΟΣ

 

ΑΔΜΗΤΟΣ: (Εισέρχεται με την κεφαλήν προς τα κάτω και πλησιάζοντας βλέπει έξω προς την θύρα την πλεξούδα κρεμασμένη σαν σημείο πένθους). Αλλοίμονο!  Αλλοίμονο!  Τι μαύρη η επιστροφή μου και μαύρη η όψη του ανακτόρου μου!  Αλλοίμονο μου!  Αλλοίμονο, πού να σταθώ και πού να πάω τώρα, και τι να πω;  

Καλύτερα να είχα πεθάνει και εγώ!  Τι άτυχο με γέννησε η μάννα μου!  Ζηλεύω τους πεθαμένους, και ήθελα να ήμουνα μαζί τους.  Δεν θέλω ούτε την αυγή να βλέπω πια, μα ούτε στην γη απάνω να πατώ, τόσο αγαπούσα εκείνη, που μού άρπαξε ο θάνατος, για να την δώσει στον Άδη.

ΧΟΡΟΣ:  Προχώρησε, προχώρησε.  Πήγαινε μέσα στο σπίτι.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Αλλοίμονο!....

ΧΟΡΟΣ:  Ο πόνος σου αξίζει τους στεναγμούς.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ωχ!

ΧΟΡΟΣ:  Ξέρω πως είσαι βυθισμένος στην οδύνη σου.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Αλλοίμονο.....

ΧΟΡΟΣ:  Μα, οι στεναγμοί δεν ανασταίνουν νεκρό.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ω!  Ω!

ΧΟΡΟΣ:  Είναι πολύ σκληρό να μην ξαναντικρύσεις το πρόσωπο μίας γυναίκας, που τόσο αγαπούσες.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Μού θύμισες τον πόνο, που ξεσχίζει την καρδιά μου.  Δεν είναι άλλη πιο μεγάλη συμφορά στον κόσμο, παρά να χάσει κάποιος την πιστή γυναίκα του.  Καλύτερα να μην την είχα φέρει στο σπίτι γυναίκα μου.  Ζηλεύω τους ανθρώπους, που δεν έχουνε γυναίκα, ούτε παιδιά.  Μία ζωή, μονάχα η δική τους, και αν χαθεί, ο πόνος της είναι πιο λίγος πάντα.  Αλλά, να βλέπει άρρωστα κανένας τα παιδιά του, και το κρεββάτι του έρημο το νυφικό, είναι λύπη αβάσταχτη, ενώ χωρίς παιδιά μπορεί να μείνει, και ενώ μπορούσε να ζήσει την ζωή του άγαμος.

ΧΟΡΟΣ:  Μια συμφορά αβάσταχτη, αλήθεια, μάς βρήκε.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Αλλοίμονο!....

ΧΟΡΟΣ:  Τους στεναγμούς σου, σταμάτησε.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Αλλοίμονό μου.

ΧΟΡΟΣ:  Είναι βαρειά η συμφορά και όμως.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ωχ, ωιμένα!

ΧΟΡΟΣ:  Κάμε ολίγη υπομονή, δεν είσαι εσύ ο πρώτος......

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ωχ!

ΧΟΡΟΣ: .... Που χάνεις τη γυναίκα σου.  Όλοι οι θνητοί υποφέρουν, μία συμφορά ο ένας, ο άλλος, πάλι, άλλην!

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ω λύπες αλησμόνητες, και πένθη μας για εκείνους που είχαμε αγαπημένους, και που η γη τους πήρε.  Ποιος, τάχα, να με εμπόδισε, να πέσω μέσα στον τάφο νεκρός, και εγώ να αναπαυθώ στο πλάϊ εκείνης, που ήταν η καλλίτερη γυναίκα στον κόσμο;  Δυο ψυχές, ο Άδης, θα είχε, αντί μιας, πιστά ενωμένες από μια πίστη ανίκητη, και οι δυο ψυχές μαζύ, θα περνούσαν την λίμνη του Κάτω Κόσμου αχώριστες μαζύ.

ΧΟΡΟΣ:  Εγώ είχα κάποιον συγγενή, που είχε ένα μόνο παιδί μέσα στο σπίτι του, ο Χάρος τού το πήρε.  Και, όμως, την λύπη υπέφερε, αν και έμεινε μονάχος και γέρος με άσπρα, πια, μαλλιά σκυμμένος από τα χρόνια.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ω σπίτι μου, την πόρτα σου, πώς να περάσω τώρα;  Πως θα τους δω τους τοίχους σου, πού έχουν αλλάξει τώρα.  Αλλοίμονο.  Τι διαφορά!  Με πεύκα του Πηλίου και με τραγούδια, άλλοτε, του γάμου μου, μπήκα κρατώντας μέσα στα χέρια μου το αγαπημένο χέρι της νύφης.  Από πίσω μας, πυκνή ακολουθία, με άλλα τραγούδια ερχότανε, και όλοι, μάς μακάριζαν από την καρδιά τους, εμένα και εκείνη που χάθηκε, γιατί και οι δυο ευγενείς και από γενιά μεγάλη, ενώναμε την τύχη μας.  Τώρα ούτε τραγούδια, ούτε χαρές γαμήλιες πια, μα στεναγμοί και θρήνοι.  Και όχι άσπρα πέπλα.  Πένθιμα στολίδια με προπέμπουν στο νυφικό δωμάτιο, που ερήμωσε ο Χάρος.

ΧΟΡΟΣ: Μέσα στην ευτυχία σου, σε βρήκε η συμφορά, ενώ δεν την περίμενες.  Εσύ, όμως, ζεις ακόμα, και αναπνέεις.  Πέθανε εκείνη, και σε αφήνει με όλες τις αγάπες της.  Τι τάχα νέο βρίσκεις σε αυτό;  Δεν είσαι μόνος σου. Και άλλοι πολλοί, ως τώρα, έχασαν τις γυναίκες τους. 

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Η τύχη της, από την δική μου, νομίζω πως είναι πιο καλή, αν και, πραγματικά, δεν φαίνεται έτσι.  Αυτή ισώθηκε από τους πόνους και από τις λύπες, και τέλος ένδοξο βρήκε. Όμως, εγώ που ισώθηκα από τον θάνατον, δεν πρέπει να ζήσω, τώρα, μόνος μου, γιατί καλά το νοιώθω, ότι θα είναι θλιβερή η ζωή μου στο μέλλον.  

Πώς να τολμήσω τώρα πια, να μπω σε αυτό το σπίτι;   Ποιός τώρα θα με υποδεχθεί, και θα με χαιρετήσει με λόγια γλυκομίλητα;  Πού να στραφώ;  Ερημιά είναι, παντού, μέσα στο σπίτι τώρα, και θα με διώχνει.  Έρημο το νυφικό κρεββάτι, έρημο και το κάθισμα που καθόταν εκείνη.  Παντού αταξία και μόνωση, και εμπρός στα γόνατα μου, με κλάμματα, θα πέφτουνε τα ορφανά παιδιά μου, και οι δούλοι θα κλαίνε την κυρία τους, την πεθαμμένη.  Αυτά, μέσα στο σπίτι μου, με περιμένουν.  

Έξω θα βλέπω, και θα λαχταρώ τους άλλους, που θα ζουν με τις γυναίκες τους. Γιατί οι συνομήλικες με εκείνην, θα μού σπαράζουν την καρδιά.  Και οι εχθροί θα πούνε:  «Να εκείνος που δεν ήθελε ο ίδιος να πεθάνει, και ζει μιαν άτιμη ζωή, αφού, από ανανδρία, έδωσε την γυναίκα του αντί για τον ίδιο.  Είναι άνδρας αυτός, που τώρα εχθρεύεται και τους γονείς του ακόμη, γιατί δεν δεχθήκανε, για εκείνον, να πεθάνουν;»  Αυτήν την φήμη κέρδισα, εκτός από την λύπη.  Γιατί, λοιπόν, καλύτερα να ζω, αφού θα ακούω τα λόγια τα φαρμακερά κοντά στη συμφορά μου;

ΧΟΡΟΣ:  Με την βοήθεια των Μουσών, πέταξα στα ύψη της επιστήμης, και έμαθα πολλά, αλλά δεν βρήκα τίποτε δυνατότερο από την Ανάγκη.  Ούτε για αυτήν υπάρχει κανένα φάρμακο στα γραπτά της Θράκης, πάνω στα οποία έγραψε ο Ορφέας, τι γιατρεύει το σώμα μας και την ψυχή, ούτε σε όσα ο Φοίβος, στους Ασκληπιάδες, έδωσε, να πολεμούν τους πόνους, και να βοηθούνε τους θνητούς.  

Είναι η θεά, η μόνη που ούτε ακούει στους βωμούς, ούτε αγάλματα έχει, ούτε και θέλει τάματα.  Μακάρι, ω θεά μεγάλη, να μη μάς έλθεις στην ζωή χειρότερη από τώρα.  Γιατί ο Ζευς σε έχει εκτελεστή στις αποφάσεις.  Εσύ έχεις την δύναμη σίδερα να δαμάζεις, και τίποτα δεν σέβεται η άγρια θέλησή σου. 

Και σένα τώρα, Άδμητε, μέσα στους γερούς δεσμούς της σε τύλιξε.  Υπόμεινε.  Γιατί τα δάκρυά σου, δεν θα σου φέρουνε εκείνην πίσω, που χάθηκε.  Σκέψου, ότι και των θεών, τα νόθα παιδιά κατεβαίνουν στον Άδη.  Εκείνη ήτανε αγαπητή σε όλους, και όταν ζούσε. Αγαπητή και πεθαμμένη θα είναι. Γιατί, πραγματικά, εσύ πήρες για σύζυγο την πλέον ευγενέστερη γυναίκα αυτού του κόσμου.   Μήτε να νομίζεις, πως είναι ο τάφος της σαν τους άλλους, αλλά θα έχει τις τιμές, που οι θεοί μας έχουν, και θα είναι αντικείμενο του σεβασμού των ξένων.

 Όλοι περνώντας από εκεί, θα λένε:  «Αυτή η γυναίκα πέθανε για τον άνδρα της, και, τώρα, ευτυχισμένη, ζει με τους μακάριους θεούς.  Φαίρε, ω θεά, και είθε την ευτυχία και σε μας να δώσεις!»  Με τα λόγια αυτά θα χαιρετίζεται ο τάφος της.  Αλλά όμως, μού φαίνεται πως είναι ο Ηρακλής αυτός που φθάνει.

 

ΣΚΗΝΗ Δ'.

 

ΗΡΑΚΛΗΣ, ΑΔΜΗΤΟΣ, ΧΟΡΟΣ

 

(Ο Ηρακλής υποβαστάζει μίαν γυναίκα σκεπασμένη με πέπλο)

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Στον φίλο πρέπει, Άδμητε, να μην κρύβεις τίποτα μέσα στα βάθη της ψυχής, και ελεύθερα να λέγεις, τι σού συμβαίνει.  Μια φορά, που βρέθηκα κοντά σου, είχα και την αξίωση να θεωρούμαι φίλος στην συμφορά σου. Αλλά, εσύ μού έκρυψες, πως έχεις μέσα στο σπίτι σου νεκρή την Άλκηστη, και δέχθηκες να με φιλοξενήσεις, λέγοντας, πως δεν είναι δικός σου ο άνθρωπος, που πέθανε, αλλά, είναι κάποιος ξένος.  Και εγώ, αφού στεφάνωσα με άνθη το κεφάλι, έκανα σπονδές στους θεούς, σε λυπημένο σπίτι.  Παραπονιέμαι, που σε εμένα φέρθηκες, σαν να ήμουν ξένος, αλλά δεν θέλω να σε λυπήσω πιο πολύ, τώρα.  

Άκουσε, όμως, τι με κάνει να γυρίσω εδώ.  Πάρε την γυναίκα αυτήν, και να μού την φυλάξεις, ώσπου να γυρίσω από την χώρα των Θρακών, όπου πηγαίνω να πάρω εκείνα τα άλογα, που έχει ο βασιλεύς των Βιστόνων στο άρμα του, αφού θα τον σκοτώσω.  Αν τύχη - ο μη γένοιτο - να μην το πετύχω, και δεν γυρίσω, πάρε την, για δούλα μέσα στο σπίτι.  Αλήθεια, κοπίασα πολύ για να την πάρω.  

Έτυχα σε κάποιο αγώνα, που ήτανε βραβεία άξια για τους νικητές.  Από αυτόν τον αγώνα, την πήρα, για έπαθλο της νίκης μου. Οι νικητές του δρόμου έπαιρναν άλογα. Αυτοί που νίκησαν στην πάλη και στην πυγμή, αγωνίσματα πιο δύσκολα, κοπάδια έπαιρναν βόδια, μα και μια γυναίκα παραπάνω.  Αφού, λοιπόν, βρέθηκα τυχαία στους αγώνες, και νίκησα, δεν ήθελα να αφήσω τέτοιο βραβείο. Πάρε την, λοιπόν, και φρόντισε για αυτήν.  Γιατί δεν είναι γυναίκα, την οποία να έκλεψα. Μού στοίχισε, η νίκη.  Ίσως και εσύ, με τον καιρό, θα με ευχαριστήσεις.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ούτε από περιφρόνηση, ούτε για εχθρό σε πήρα, και σού έκρυψα την τύχη της άμοιρης γυναίκας μου.  Αλλά, στις τόσες λύπες μου, ακόμα μία λύπη θα ήτανε να σε έβλεπα, να πας να μείνεις σε άλλον.  Ήταν για μένα, αρκετό, να κλαίω την συμφορά μου.  

Όσο για την γυναίκα αυτή, θα σε παρακαλέσω, σε ένα άλλον Θεσσαλό, να την δώσεις, σε ένα που να μην έπαθε και αυτός, ό,τι εγώ έχω πάθει.  Εσύ έχεις πολλούς Φεραίους φίλους, μην θελήσεις να ζωντανεύει η ανάμνηση της συμφοράς μου.  Είναι αδύνατον, στο σπίτι μου βλέποντας αυτήν την γυναίκα, να μείνω χωρίς δάκρυα. Με φθάνει, η λύπη που βαραίνει την πονεμένη μου ψυχή, και, έπειτα, πώς να θρέψω μια νέα γυναίκα εδώ μέσα, γιατί φαίνεται νέα γυναίκα από τα στολίδια και από τα φορέματά της. Πού να την βάλω; Βέβαια, μέσα στους άνδρες, όχι.  Πώς μέσα στους νέους μπορεί αυτή να μείνει αγνή; Δεν είναι εύκολο, Ηρακλή, τον νέον να συγκρατήσεις, και εγώ φροντίζω για το συμφέρον σου.  Ή να την βάλω μέσα στο δωμάτιο της πεθαμένης;  Τότε, πρέπει, και το κρεββάτι εκείνης, να της δώσω.  Αλλά, φοβούμαι, πως θα με βρει διπλή κατακραυγή.  Πρώτον, κανείς από τον λαό μην πει, ότι προδίδω αυτήν που με ευεργέτησε, αν μοιρασθώ με άλλην την κλίνη μου, και δεύτερον, και αυτή η ίδια η πεθαμμένη.  Και, ξέρεις πόσο άξια του σεβασμού, μού είναι. Πρέπει, βεβαίως, με φρόνηση να ενεργώ.

(Προς την γυναίκα.)

Εσύ, όμως, όποια και αν είσαι, μάθε το.  Μοιάζεις πολύ με εκείνην, έχεις το ίδιο ανάστημα και την μορφή την ίδια, της άμοιρης Αλκήστιδος. (Προς τον Ηρακλή.)

Αλλοίμονο, λυπήσου, και πάρε την από τα μάτια μου, να μην την βλέπω εμπρός μου.  Είναι αρκετή η οδύνη μου, μη μού προσθέτεις και άλλην.  Την βλέπω, και μού φαίνεται πως βλέπω την δική μου, και μού ραγίζεται η καρδιά, και τρέχουνε τα μάτια ποτάμι.  Ω τι άτυχος που είμαι!  Πώς την νοιώθω στην ψυχή όλην την πίκρα του πένθους μου!...

ΧΟΡΟΣ: Βεβαίως, εγώ δεν μπορώ να πω, πως είσαι ευτυχισμένος.  Αλλά, όμως, με υπομονή, πρέπει να υποστούμε, ό,τι μας δίνουν οι θεοί.

 ΗΡΑΚΛΗΣ:  Πώς ήθελα να είχα τόση μεγάλη δύναμη, να πάω στον Κάτω Κόσμο, να πάρω την γυναίκα σου, και εδώ να σού την φέρω!

ΑΔΜΗΤΟΣ: Ξέρω καλά, πως το ήθελες. Μα, πώς να γίνει αυτό; Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί, το φως δεν ξαναβλέπουν.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Μην αφήνεσαι στην λύπη.  Υπομονή να κάμεις.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Είναι εύκολες οι συμβουλές, δύσκολο να υποφέρεις. 

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Μήπως κερδίζεις, τίποτα, με τα κλάμματα;

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Το ξέρω και εγώ, Αλλά, όμως με τραβά η λύπη, άθελα μου.

 ΗΡΑΚΛΗΣ:  Ε, βέβαια, η αγάπη μας για εκείνον που πεθαίνει, μάς φέρνει δάκρυα.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Αυτή η αγάπη με σκοτώνει, ακόμη περισσότερο, από όσο λέω.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Αλήθεια, σπανία γυναίκα, έχασες.  Ποιός λέει το εναντίον; 

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Δεν έχει, πια, η ζωή για μένα καμμιά χαρά.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Ο χρόνος, την λύπη σου σιγά -  σιγά θα την γλυκάνει.  Τώρα, είναι απάνω στην ορμή.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Αλήθεια είναι αυτό που λες, αν είναι ο θάνατος ο χρόνος που λέγεις.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Μία γυναίκα άλλη, και νέος γάμος θα έρθουνε, να παύσουν την λύπη σου.

ΑΔΜΗΤΟΣ:   Σιώπησε!  Εσύ τόλμησες να πεις αυτά τα λόγια;

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Μα τι;  Ποτέ δεν σκέπτεσαι να παντρευτείς; Θα μείνεις χήρος για πάντοτε;

ΑΔΜΗΤΟΣ: Καμμιά γυναίκα δεν υπάρχει, που να έρθει να μοιρασθεί,  μαζύ μου, την ζωή μου.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Τι περιμένεις από αυτό, να ωφεληθεί η νεκρή σου; 

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Όπου και αν είναι, της χρωστάω να την τιμώ.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Δεν λέω, βέβαια, είσαι αξιέπαινος. Αλλά, όμως, είναι τρέλλα.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Βέβαια, είμαι αξιέπαινος. Ποτέ, εμένα, δεν θα με ονομάσεις γαμπρό.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Σε επαινώ, βεβαίως, γιατί είσαι πιστός στην γυναίκα σου. 

ΑΔΜΗΤΟΣ: Αν την προδώσω κάποτε, να μην σώσω να ζήσω, αν και εκείνη, τώρα πια, δεν ζει για να με ακούσει.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Δέξου την, τώρα, αυτήν εδώ στο ευγενικό σου σπίτι. 

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Όχι.  Στον πατέρα σου τον Δία, σε ορκίζω.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Αν δεν το κάμεις, πρόσεξε, γιατί είναι αμαρτία. 

ΑΔΜΗΤΟΣ: Αλλά, αν το κάμω, την καρδιά, θα μου την τρώει η λύπη. 

ΗΡΑΚΛΗΣ: Υπάκουσε, στο σπίτι σου, ίσως, σε βρει ευτυχία.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Μακάρι, να μην την έφερνες, ποτέ, την γυναίκα αυτή, σαν βραβείο από τους αγώνες.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Όταν εγώ νικήσω είναι σαν να νίκησες και εσύ.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Καλός ο λόγος, αλλά, όμως, η γυναίκα αυτή ας φύγει. 

ΗΡΑΚΛΗΣ: Ναι, θα φύγει, αν πρέπει. Αλλά, κοίταξε πρώτα αν πρέπει. 

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Πρέπει, εκτός αν θυμώσεις εναντίον μου.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Επιμένω, και για να επιμένω εγώ, θα πει, πως κάτι ξέρω. 

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Αφού το θέλεις ας γίνει.  Αλλά αυτό που κάνεις δεν μου είναι διόλου ευχάριστο.

ΗΡΑΚΛΗΣ: Μπορεί να έρθει μια μέρα, που ίσως θα με ευγνωμονείς. Υπάκουσε με τώρα.

ΑΔΜΗΤΟΣ: (προς τους δούλους) Πηγαίνετέ την μέσα εσείς, αφού πρέπει να γίνει.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Α, δεν την εμπιστεύομαι, στους δούλους, την γυναίκα.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Τότε, αν θέλεις, μόνος σου οδήγησε την μέσα.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Όχι, εγώ στα χέρια σου, θα σού την παραδώσω.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Δεν την αγγίζω. Μπορεί, μόνη της, να μπει στο σπίτι. 

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Στο χέρι σου το δεξιό, μπορώ να σού την δώσω.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Πολύ με βιάζεις κάτι τι, που δεν θέλω, να κάμω.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Μην την φοβάσαι.  Άπλωσε το χέρι, να την πιάσεις.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Να το, το χέρι μου λοιπόν, τα μάτια αλλού γυρίζω, σαν να έκοβα της Γοργόνας την κεφαλή.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Την βρήκες;

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Την βρήκα.

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Κράτα την καλά. Και θα έρθει μια ημέρα, που θα το πεις και μόνος σου, πως ήτανε γενναίος ο γυιος του Δία, ο ξένος σου.  

Για κοίταξε την τώρα, (της αφαιρεί τον πέπλο) και δες αν μοιάζει, πολύ, της γυναίκας σου.  Η λύπη παραχωρεί την θέση της στην ευτυχία.

ΑΔΜΗΤΟΣ: (στρέφεται και βλέπει) Θεοί μου!  Τι να πω.  Ανέλπιστο, είναι, αυτό το θαύμα!  Είναι η γυναίκα μου, αυτή που βλέπω ή είναι πλάνη, που μου την στέλνουν οι θεοί, για να με ξεγελάσουν;

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Όχι, είναι η γυναίκα σου, αυτή που βλέπεις.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Μήπως είναι κανένα φάντασμα από τον κάτω κόσμο; 

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Όχι, ο ξένος σου δεν είναι κανένας μάγος.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Είναι, λοιπόν, αυτή η γυναίκα μου, που έθαψα προ ολίγου;

ΗΡΑΚΛΗΣ: Μην αμφιβάλεις. Αν και εγώ, ο ίδιος, δεν θαυμάζω, πως δυσπιστείς στην τύχη σου.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Μπορώ να την αγγίξω, να της μιλήσω, μπορώ σαν να ήταν η δική μου γυναίκα, πάλι, ζωντανή;

ΗΡΑΚΛΗΣ: Μπορείς να της μιλήσεις, αφού έχεις ό,τι επιθυμείς τόσο πολύ.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ω μάτια, και σώμα της γυναίκας μου αγαπημένα, πάλι σάς έχω, ενώ δεν έλπιζα να σάς δω ποτέ μου!

ΗΡΑΚΛΗΣ: Τα έχεις, πραγματικά.  Μακάρι να μην ζηλέψει κανείς από τους θεούς.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Ω του μεγάλου μας Δία, ευγενικό βλαστάρι, είθε να είσαι ευτυχής, και να σε προστατεύει ο πατέρας, που σε γέννησε. Γιατί εσύ μονάχος μετέβαλες την τύχη μου. Αλλά, όμως, από τον Άδη πώς την πήρες, και, στο φως, την έφερες, του κόσμου;

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Πάλεψα με τον Θάνατο, όπου την κρατούσε.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Και πού έγινε ο αγώνας αυτός;

ΗΡΑΚΛΗΣ: Στον τάφο της απάνω, ήμουνα κρυμμένος, όρμησα, την άρπαξα στα χέρια....

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Αλλά, γιατί στέκει σιωπηλή;

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Γιατί δεν πρέπει να ακούσεις την φωνή της, πριν να γίνουν οι θυσίες στους θεούς του Άδου, πριν περάσουν τρεις ημέρες.  Αλλά, στο σπίτι, πάρε την, δίκαιος όπως είσαι, και στο μέλλον, Άδμητε, να είσαι ευσεβής στους ξένους.  Και τώρα, χαίρε.  Φεύγω, εγώ, να κάμω ό,τι οφείλω, και ό,τι μου επέβαλε, του βασιλέως Σθενέλου, ο γυιος.

ΑΔΜΗΤΟΣ: Μείνε μαζί μας, κάθησε μαζί μας να δειπνήσεις. 

ΗΡΑΚΛΗΣ:  Άλλοτε μένω.  Βιάζομαι να φύγω τώρα.

ΑΔΜΗΤΟΣ:  Μακάρι να πετύχεις, γρήγορα να έλθεις, πάλι, πίσω. 

Στην χώρα και στο κράτος μου προστάζω, όλοι οι πολίτες να χαιρετήσουν με χορούς την ευτυχία μου, και να προσφέρουν στους βωμούς την κνίσα από ταύρους.  Γιατί, για μάς ανάτειλαν, καλλίτερες ημέρες, από πριν.  Είμαι ευτυχισμένος τώρα, και δεν το αρνιέμαι.

ΧΟΡΟΣ:  Με χίλιους τρόπους, φαίνεται η δύναμη των αθανάτων, και είναι πολλά, τα ανέλπιστα, που μάς στέλνουν οι θεοί.  Δεν γίνεται, ό,τι νομίζουμε βέβαιο. Και, όμως ,βρίσκει τον τρόπο, ο θεός, τα ανέλπιστα να κάμει.  Έτσι συνέβη και στης Αλκήστιδος τον θάνατο.

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

9.1.22

 

 


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ετικέτες

.βιβλιοπαρουσίαση (3) 1η παρουσίαση (3) 2017 (1) 2018 (2) 2019 (2) 2021 (1) 25η Μαρτίου 1821 (9) 28η Οκτωβρίου 1940 (5) 29 Ολονυκτίες ενός δίσεκτου Φεβρουαρίου (1) 2η βιβλιοπαρουσίαση (2) 2η παρουσίαση (1) 3η βιβλιοπαρουσίαση (1) 5.001 προβολές (1) 8o Νηπιαγωγείο Κορυδαλλού (1) 9.001 προβολές σελίδας... (1) Α. Αϊνστάιν (2) Αγαμέμνων (1) Αγάπα για να ζήσεις (1) αγάπη (38) Άγγελος (1) Άγγελος Ήβος (2) Άγγελος Σικελιανός (9) Αγγλία (1) Αγγλικά (4) Αγία Βαρβάρα (1) Άγιος Γεώργιος (1) Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (1) Άγιος Ιωάννης η Χρυσόστομος (1) Άγιος Νεκτάριος (1) Άγιος Νικόλαος (1) Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (3) Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (2) Άγιος Σάββας (1) αδελφός (1) αδύνατον (1) Αζίζ Νεσίν (1) Αθανασίου Μπλατζούκα (1) Αθήνα (5) αθλητισμός (1) αισιοδοξία (1) Αισχύλος (4) αιώνια (1) Ακριβή Μεριδιώτη (1) Αλ. Π. Δελμούζος (1) Άλαν Ρίκμαν (1) Αλέκος Σακελλάριος (1) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (7) Αλεξάντρ Τβαρντόφσκυ (1) Αλέξης Δαμιανός (2) αλήθεια (3) αλησμονώ και χαίρομαι (1) Άλκηστις (1) Αλκυόνη Παπαδάκη (12) αλλαγή (1) Αλλοίμονό σου (1) Αλμπέρ Καμύ (1) άλογα (1) Αμερική (2) Άμλετ (1) άμυνα (1) Αν ένα βιβλίο (1) Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος (1) Αν μ' ηγάπας (1) Αν ξαφνικά δεν υπάρχεις (1) Αν παρήλθον οι χρόνοι (1) Αν στα είκοσι (1) ανάγνωση (1) αναμνήσεις (1) Ανάσταση (1) Αναστασία Σαβάρη (2) Ανατόλ Φρανς (1) Αναφορά στον Γκρέκο (1) άνδρας (2) Ανδρέας Διακοπαναγιωτης (1) Ανδρέας Εμπειρίκος (2) Ανδρέας Κάλβος (2) Ανδρέας Καρκαβίτσας (1) άνεμος (1) Ανήκω σε μία χώρα (1) Ανθή Ζήση (1) άνθρωπος (20) ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ (1) Άννα Μπιθικώτση (1) Αννίβας (1) Άνοιξη (2) Αντιγόνη (1) Αντισταθείτε (2) Άντον Τσέχωφ (2) Αντουάν ντε Σαιντ - Εξυπερύ (9) Αντριάνο Τσελετάνο (1) Αντώνης Σαμαράκης (1) Ανώνυμο (10) απαγγελία (2) Απολογία Σωκράτους (1) απομνημονεύματα (1) απουσία (4) αποχαιρετισμός (1) Απρίλης. (1) Αργύρης Εφταλιώτης (1) αρετή (1) Αριστοτέλης (4) Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1) Αριστοτέλης Ωνάσης (1) Αρίων (1) αρρώστεια (4) Αρχαία Αίγυπτος (2) αρχαία Ελλάδα (10) αρχαίο Θέατρο (1) αρχή (1) αρχηγός (1) Αρχική σελίδα (1) Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1) αστείο (2) αστέρι (4) Αστοριανή (3) αστραπή (1) αύριο (1) αφιερωμένο (6) Αφιερωμένο... (21) Αφρική (1) Αχιλλέας (1) αχτίνα (1) Αnne Sexton (1) Β (1) Βασίλης Λαλιώτης (1) Βάσω Μπρατάκη (1) βιβλίο (11) βιβλιοθήκη (1) Βιβλιοπαρουσίαση (39) Βίβλος (1) Βίκτωρ Ουγκώ (1) βίντεο (6) βιογραφικό (3) βιογραφικό Λαμπρινής Τζούρκα (1) Βιρτζίνια Σάτιρ (1) Βόλος (4) βραβείο (1) βραβείο Νόμπελ (2) Βράδυ (1) βροχή (4) Βυζάντιο (2) Βωλάξ Τήνου (2) Γ (1) Γ. Σεφέρης (19) Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη (1) Γαλιλαίος (1) Γαλλία (1) Γαλλικά (3) γάμος (1) γειτονειά (1) γέλιο (2) Γερμανία (2) Γεύση Χειμώνα (1) Γεώργιος Δροσίνης (3) για να φτάσω (1) Γιάννης Μακρυγιάννης (1) Γιάννης Μαλαμούσης (1) Γιάννης ὁ Εὐλογημένος! (2) Γιάννης Παπαδόπουλος (1) Γιάννης Παππάς (1) Γιάννης Ρίτσος (21) Γιάννης Τσίγκρας (27) Γιάννης o Ευλογημένος (1) Γιαννούλης Χαλεπάς (2) Γιατί βαθιά μου δόξασα (1) γιορτή (1) Γιούρι Λεβιτάνσκυ (1) Γιόχαν Βόλγκανγκ Φον Γκαίτε (2) Γιώργης Παυλόπουλος (1) Γιώργος Βιζυηνός (1) Γιώργος Ευσταθίου (1) Γιώργος Ιωάννου (1) Γιώργος Παυριανός (1) Γιώργος Σεφέρης (3) Γιώτα Αργυροπούλου (1) Γιώτα Σπανού - Στρατή (1) ΓΙΩΤΑ ΣΤΡΑΤΗ (8) Γκράχαμ Γκρην (2) γλυπτική (2) γλώσσα (2) γράμμα (3) Γράμμα στη μάννα με 2Ν (1) Γρηγόρης Μπιθικώτσης (1) γυιος (1) γυιός (1) γυναίκα (3) Γυρεύω άνθρωπο (2) δάκρυ (3) Δανία (1) δάσκαλος (3) Δαυΐδ (1) δελφίνι (1) Δεν σε φοβάμαι θάλασσα (1) Δήμαρχος (1) Δήμητρα (1) Δημήτριος Βερναρδάκης (1) δημιουργία (1) Δημοτικό τραγούδι (5) διασκευή (2) διάφορα (1) Διδώ Σωτηρίου (1) διήγημα (2) δικαιοσύνη (2) ΔΙΟΓΕΝΗΣ (3) Διονύσιος Σολωμός (8) δίψα (2) Δον Κιχώτης (1) δράση (1) δρόμος (1) Δρυὸς πεσούσης (1) δυο λουλούδια (1) δυσκολίες (3) δωρεάν (1) Ε (1) εγγονός (1) Εγκατάλειψη (1) Εγκαυματίας νεκρός υπ’ αριθμ. 96 (2) Εγκώμια Επιτάφιου Θρήνου (1) εγώ (2) Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο (1) Ειρήνη (3) Εις την οδόν των Φιλελλήνων (1) ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΣΟΤΡΑΣ (1) εκκλησία (5) Έκτωρ (1) Έλεν Άνταμς Κέλλερ (1) Έλεν Κέλλερ (1) Ελένη (2) Ελένη Γιαννάκαρη (1) Ελένη Γκίκα (1) Ελένη η παραδουλεύτρα (1) Ελένη Χατζηαργύρη (1) ελευθερία (9) Ελλάδα (10) έλλη φθενάκη (1) Ελληνική γλώσσα (2) ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ (1) ελπίδα (5) εμπιστοσύνη (1) Ένα πράγμα (1) ενότητα (1) εξετάσεις (1) εξουσία (1) ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΓΟΝΑΤΑΣ (1) Επανάσταση (2) επέτειος (2) επιθυμία (1) επίκαιρο (1) Επίκουρος (2) Επιμένω σ' έναν άλλο κόσμο. (1) επιστήμη (1) Επιτάφιος (2) επιτύμβιο (1) επιτυχία (1) Επτά Σοφοί (1) εργασία (3) Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (1) Ερρίκος Ίψεν (1) έρωτας (1) Έτσι στεκόμαστε εμείς (1) Ευαγγέλιο (1) Ευαγγελιστής Μάρκος (1) ευγένεια (1) Ευθυμία Αθανασιάδου (1) Ευθυμία Αθανασιάδου - Μαράκη (1) ευθύνη (1) Ευριπίδης (2) ευτυχία (4) Ευχαριστώ τον Θεό (1) ευχές (2) εφάπαξ (1) έφυγε ο ένας (1) Έχε εμπιστοσύνη στη ζωή (1) εχθρός (2) Ζαγορά (1) ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ (3) ζέστη (1) Ζητείται Ελπίς (1) ζωγραφιά (3) ζωγραφική (4) ζωή (18) Ζωή Μ. (1) ζώο (2) Ζen Shin (1) Η ανάμνηση του κόκκινου χιονιού (1) Η Ελιά (1) Η ζωντανή νεκρή (1) η θάλασσα (1) η μπαλάντα του κυρ - Μέντιου (1) Η ΠΑΛΙΑ ΒΑΛΙΤΣΑ (1) Η περιφραστική πέτρα (1) η πίστη (1) Η σονάτα στο σεληνόφωτος (1) Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ (1) Η χαμένη Κυριακή (1) ηθοποιός (6) Ηλίας Βενέζης (1) ηλικία (1) ήλιος (5) ΗΠΑ (1) Ήπειρος (1) Ηράκλειτος (1) ΗΡΘΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ (1) Ήρθες αργά (1) ΘΑ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ (1) θάλασσα (7) θάνατος (22) θαύμα (4) θέατρο (2) θέλω (1) Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1) Θεός (4) Θερβάντες (1) Θεσσαλονίκη (2) Θεσσαλονίκη το ταξείδι (1) Θησείο (1) Θοδωρής Κολοκοτρώνης (5) θρησκεία (12) Ιάκωβος Καμπανέλλης (1) ιατρός (1) ιδέα (1) Ιθάκη (1) Ιλιάδα (2) Ιούλιος (1) Ιούλιος Βερν (1) Ιπποκράτης (1) Ιρλανδία (1) ίσκιος (1) Ισοκράτης (2) Ισπανία (2) Ιστορία (3) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1) Ισχόμαχος (1) Ιταλία (2) Ίων Δραγούμης (1) Κ. Παπαρρηγόπουλος (1) Καινή Διαθήκη (1) κακό (3) κάκτος (1) καλά Χριστούγεννα (1) κάλαντα Λαζάρου (1) κάλαντα Χριστουγέννων (1) καλή χρονιά (1) Καλημέρα (1) Καληνύχτα γλυκειέ πρίγκηπα (1) Καλλιπάτειρα (1) Κάλλιστος Γουέαρ (1) καλό (4) Καλό Πάσχα (6) καλοκαίρι (2) καλός φίλος (1) καράβι (1) καρδιά (6) κατανάλωση (1) καταστροφές (1) καταστροφή (2) Κατερίνα Παπαθεοδώρου Σταματίου Δεσπότη (1) Κατερίνα Δε.στα.πα. (1) Κατερίνα Παπαθεοδώρου - Σταματίου (1) Κατερίνα Σημηντήρα (1) Κατερίνα Σταματίου-Δεσπότη (10) κατοχή (1) Κατρίν Ντενέβ (1) καφές (1) κείμενο (2) Κι αφού κανείς δεν πήρε (1) Κι όταν πεθάνουμε (1) Κικέρων (2) Κική Δημουλά (4) Κλαίρη Αγγελίδου (1) κλειδί (1) κλειστές Εκκλησίες (1) κοινωνία (4) κόσμος (1) Κουάνγκ-Τσέου (1) Κρήτη (1) κριτική (2) Κυκλαμίνα (1) κυκλάμινα (2) κύκνος (1) Κύπρος (2) Κυρα – Αργύρω... (1) Κυριακή (1) Κύρου Παιδεία (1) κωμωδία (1) Κωνσταντίνος Καβάφης (10) Κωνσταντίνος Τσάτσος (3) Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1) Κώστας Βάρναλης (2) Κώστας Βουτσάς (1) Κώστας Γεωργουσόπουλος (1) Κώστας Καρυωτάκης (3) Κώστας Κρυστάλλης (1) Κώστας Μόντης (2) Κώστας Ουράνης (1) Κωστής Παλαμάς (16) Λάζαρε βγες έξω! (1) λάθος (3) Λαμπρινή Τζούρκα (58) λαός (1) Λατινικά (1) Λεμεσου Μαρια (4) Λένα Θ. (1) Λευτέρης Παπαδόπουλος (1) Λέων Τολστόι (2) Λίγες γραμμές έτσι... χωρίς πρόγραμμα (3) Λίγες γραμμές... έτσι... (27) Λίλιαν Μπουράνη (5) λιμάνι (1) λόγια (3) λόγος (3) λογοτεχνία (4) Λόρδος Βύρων (1) λουλούδι (4) λουλούδια (1) λύση (1) Μ. Βαμβουνάκη (1) μαγεία (1) Μακεδονία (1) μάννα (2) Μάνος Ελευθερίου (1) Μάνος Χατζιδάκις (3) Μανώλης Αναγνωστάκης (2) Μαρία Γ. Τζανάκου (1) Μαρία Κάλλας (1) Μαρία Παναγιωτίδου (1) Μαριέτα Ριάλδη (1) Μαρκ Τουαίην (1) Μάρκος Αυρήλιος (4) μαρτυρία (2) Μάτι (3) Ματωμένος Γάμος (3) Ματωμένος Γάμος- Μονόλογος του Φεγγαριού (1) Μαχάτμα Γκάντι (1) Με το Άρωμα της Αγάπης (1) Μέγας Αλέξανδρος (2) Μελίνα (2) Μελίνα Μερκούρη (1) μέλλον (3) Μένανδρος (1) Μενέλαος Λουντέμης (1) Μέσα σου να σκάβεις (1) μετανάστης (1) μετάφραση (1) Μέτωπο (1) μητέρα (10) Μία φωνή (1) Μια Ωδή στον Διονύσιο Σολωμό (1) μικρός πρίγκηπας (3) Μίλτος Σαχτούρης (4) Μίμης Φωτόπουλος (2) μίσος (1) Μιχάλης Κατσαρός (2) μοιρολόϊ (1) μοναξιά (2) Μοναχικοί ταξειδιώτες (2) μονόλογος (1) Μονσινιόρ Κιχώτης (1) μουσική (5) μουσικός (1) μπλογκ (1) να ζει κανείς ή να μην ζει (2) Να τελειώνουμε (1) Ναζίμ Χικμέτ (1) Νάνος Βαλαωρίτης (2) Ναπολέων Λαπαθιώτης (1) ναυάγιο (2) νειάτα (2) νέος (1) νερό (1) νησί (1) νηστεία (1) νίκη (2) Νικήτας Μόρφου Ανδρούλλα (3) Νικηφόρος Βρεττάκος (2) Νικόλα (1) Νικολό Μακιαβέλι (1) Νίκος Γκάτσος (5) Νίκος Δαλέζιος (1) Νίκος Εγγονόπουλος (1) Νίκος Καζαντζάκης (8) Νορβηγία (2) νοσταλγία (2) νότες (1) νύχτα (2) Ξενοφών (2) Ο Αμερικάνος (1) Ο γέρος και η θάλασσα (1) ο δρόμος (1) Ο θάνατος δεν είναι τίποτα (1) Ο Κρητικός (1) ο μικρός πρίγκηπας (3) Ο πεύκος (1) Ο τρόμος μου σε παραλλαγές (1) Οδυσσέας Ελύτης (10) Οδύσσεια (2) Οι Δέκα Εντολές (1) Οι ιστορίες τους (4) Οι μουσικές της Αρασέλης (1) Οι χωρίς φίρμα (1) Οιδίπους τύραννος (1) οικειότητα (1) οικογένεια (2) Οικογενειακή επέτειος (1) Όμηρος (6) Ομπρός (1) Ονειρεμένη Προσευχή (1) όνειρο (4) όπου βρίσκεσαι.... (1) Ορέστεια (1) ορθογραφία (1) όριο (1) Ορισμός του ποιητή (1) όρκος (1) Όσκαρ Ουάιλντ (2) όταν διψάς (1) Ότι ακούμε είναι άποψη (1) Ότι καλύτερο άκουσα (1) Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπo (1) Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (6) ουρανός (5) παιδεία (1) παιδί (9) παιδική ζωή (7) Πάμπλο Νερούντα (2) Πάμπλο Πικάσσο (1) Παναγία (1) Παναγιώτης Ζωγράφος (1) Πάνας (1) Παπαδιαμάντης (1) Παπαθεοδώρου (2) παππούς (1) παράδοση (1) ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ (1) Παρακαλώ ένα ποίημα (1) Παραμονή των Χριστουγέννων (1) παραμύθι (1) παραμύθια (2) παρέλαση (1) παρελθόν (1) παροιμία (2) παρουσία (1) Πάσχα (1) πατέρας (5) πατρίδα (5) Παύλος Νιρβάνας (1) πείρα (1) Πειραιάς (2) Πέραμα (15) Περιγραφή της άνευ όρων αγάπης. (1) περιφρόνηση (1) Πήλιο (1) πίκρα (1) πίστη (3) πλανήτης (1) Πλάτων (2) πληγή (5) Πλούταρχος (1) πλούτος (2) Πλωτίνος (1) ποίηση (54) Ποίηση του λεπτού... (20) Ποίηση του λεπτού... για παιδιά... (19) Ποίηση... του λεπτού... (1) ποιητής (1) ποιώ ελένη (2) πόλεμος (5) πολιτική (2) πολιτικός (2) πολιτισμός (1) Πολωνία (1) πόνος (3) Πορτογαλία (1) ποτάμι (1) Πούσκιν (1) πρέπει να σε δω (1) Πρίαμος (2) προοπτική (1) προσευχή (3) ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΕΙΣ ΠΑΝΑ (1) πρόσκληση (1) προστασία (1) προσωπικότητα (1) προφήτης (1) πρώτη ανάρτηση (1) πτηνό (5) πτώση (1) ΡΑΙΗΜΟΝ ΚΕΝΩ (1) Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1) Ρένα Καρθαίου (1) Ρήγας Φερραίος (5) Ριχάρδος Β' (1) Ριχάρδος Γ' (1) ρόδο (1) Ρόδου Mοσκοβόλημα (1) Ροδούλα Σερδάρη - Παπαϊωάννου (1) ρόλλος (1) Ρουμανία (1) Ρωμαίος και Ιουλιέττα (1) Ρωσσία (2) σ' αγαπώ γιατί είσαι ωραία (1) Σαιξπηρ (1) Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα (1) Σαν τον τρελλό (1) Σαπφώ (1) Σε φίλο ποιητή (1) σεβασμός (2) Σελ Σιλβερστάϊν (1) Σέλλεϋ (1) Σήμερον κρεμάται επί ξύλου (2) σιωπή (3) σκέψη (4) σκλαβιά (5) σκοτάδι (2) Σόλων (2) Σοννέτο (1) Σουηδία (1) Σούλα Κοκολογιάννη (1) σοφά λόγια (3) Σοφοκλής (4) σπίτι (1) Σπύρος Μακρυγιάννης (4) Σπύρος ΠΟΔΑΡΑΣ (1) Στάρετς Νικολάϊ Γκουριανωφ (1) Σταύρος Σιόλας (1) Στέλιος Σπεράντσας (1) στιγμές (1) Στιγμές Ψυχής Στιγμές Ζωής (1) στο κελλί 33 (1) Στο σεντούκι της ψυχής μου (1) Στο σταυραετό (1) Στον δάσκαλο (1) στόχος (3) Στρατής Δούκας (2) Στρατής Μυριβήλης (2) ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ (1) στρατός (2) συγγενής (1) συγγραφέας (2) συμπεριφορά (1) συμφορά (2) συνάντηση (3) συνέντευξη (1) σύνθημα (1) Σφηνοειδής γραφή (1) σχέσεις (3) σχολείο (4) σχολή (1) σχολικό ποίημα (1) Σωκράτης (4) Σων Κόνερυ (2) Σώπα μην μιλάς (1) Σωτήρης Σκίπης (1) Τ.Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ (1) τα 24 γράμματα του Αλφαβήτου (1) Τα μεγάφωνα (1) Τα Πρωτοβρόχια (1) ταινία (4) ταλέντο (3) Ταπείνωση (2) Τάσος Λειβαδίτης (16) Τάσος Σταυρακέλης (1) ταυρομάχος (1) ταύρος (1) τέλος (6) τεμπέλης (1) τεμπελιά (2) Τερψιχόρη Παπαστεφάνου (1) τέχνη (3) Τζακ Κερουάκ (1) Τζούτζη Μαντζουράνη (8) Τη Μεγάλη Παρασκευή (1) της Άρνης το νερό (1) Της Άρτας το Γιοφύρι (1) τιμή (1) τιμωρία (1) τίτλο (1) Το "λίγες γραμμές... έτσι..." (1) Το γένος ποτέ δεν υποτάχθηκε στον Σουλτάνο (1) Το Ελληνικό Αλφάβητο (2) Το θέμα είναι πόσο αγαπάμε αυτόν τον τόπο (1) Το κόνισμα της μάνας μου (2) το παιδί (1) Το παιδί στο ποτάμι (1) το παλιό μας το τραγούδι (1) το πάρτυ (1) το πιάνο (1) Το πρωινό (1) Το τρίτο στεφάνι (1) το φεγγάρι (1) Τόμας Φούλλερ (1) τουρκική εισβολή (1) τραγούδι (17) τραγούδια (1) τραγωδία (1) τραίνο (1) τρέλλα (1) τριαντάφυλλο (1) Τροία (1) τρόμος (1) Τσαρλς Μπουκόφκι (1) ΤΣΑΡΛY ΤΣΑΠΛΙΝ (1) τσίρκο (1) τυφλός (1) τύχη (1) Τώρα (1) ύμνοι (1) ύπαρξη (1) υπογραφή (1) υπομονή (4) φαγητό (1) Φανή Αθανασιάδου (1) φαντασία (2) φεγγάρι (4) Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (6) φθόνος (2) φιλί (2) φιλία (11) φίλος (17) φόβος (2) φόνος (1) φουστάνι (1) Φρήντριχ Νίτσε (1) φρούτα (1) φτερά (2) φυγή (1) φυλακή (5) Φύλαξε το κλειδί (1) φύλλο (1) φυσιολογικός (1) φως (3) Φώτα (1) Φώτης Κόντογλου (3) φωτιά (3) φώτο (1) φωτογραφία (6) Χ. Μαρκόπουλος (1) Χ. Σπένσερ (1) Χ. Χριστόφιας (1) χαϊκού (1) Χαιρετισμοί (1) χαμόγελο (2) χαρά (2) χαρακτήρας (1) Χάρτινο το φεγγαράκι (1) Χάσαμε τ' αυτοκίνητα (1) Χειμώνας (1) χιούμορ (1) χορός (3) Χόρχε Μπόρχες (1) Χόρχε Μπουκάϊ (1) χορωδία (1) χρήμα (2) Χρήστος Λάσκαρης (16) Χριστίνα Λέλη (1) Χριστός Ανέστη (2) Χριστούγεννα (6) χρόνια πολλά (9) χρόνος (5) χρώμα (1) Χωρίζει η μοίρα (1) χωρίς (1) Ψαλμός (1) ψέμα (3) ψηφιακή βιβλιοθήκη (1) Ψυχές αιωρούμενες (2) ψυχή (9) Ψυχοσάββατο (1) ωραίον (2) a house is not home (1) A Prayer for my Daughter (1) Agatha Christie (1) airis (1) Albert Camus (2) Albert Einstein (2) Amélie Leblanc (1) Billy Gates (1) Bob Marley (1) Brian Hyland (1) C.S. Lewis (2) Charlie Chaplin (2) Chrysoula Kios Stogiou (1) Contre le doute (1) Did goodbye (3) Drmakspy (2) Eρνέστο Τσε Γκεβάρα (1) Echart Tolle (1) Edgar Degas (1) Erma Bombeck (1) F. Scott Fitzgerald (1) Fabrizio Caramagna (1) facebook (22) Fernando Pessoa (1) Fofi Vryazi (1) franco zeffirelli (1) Frank L. Baum (1) Franz Kafka (1) Fréderic Mistral (1) George Elliot (1) Gianni Crow (1) Gianni Rodari (1) Good night sweet prince (1) google (1) Grândola Vila Morena (1) Gunvor Hofmo (1) H KYΡΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ (1) Henry Scott Holland (1) I learned (1) I wandered lonely as a cloud (1) I will always choose (1) If (1) If tomorrow (2) Il est bel et bon (1) Il pleure (1) Il ragazzo della Via Gluck (1) In Flanders Fields (1) Jacques Brel (1) Jacques Veneruso (1) Jane Austen (1) Jean Cocteau (1) Jim Morrison (1) Jimi Hendrix (1) John McCrae (1) José Afonso (1) José Mujica (1) José_Mujica (1) June Polis (1) Katherine Mansfield (1) Kindness (1) KRISTEN M SACCARDI (1) la primavera oportunidad se da (1) Lamprini T. (8) Lilian Bourani (1) Louis Jouvet (1) Mενέλαος Λουντέμης (8) Marcus Aurelius (2) Margaret Lee Runbeck (1) Marinella Canu (1) Martin Luther King (1) Maya Angelou (1) metaxia nikolopoulou (1) morfeas (1) Nelson Mandela (1) nikos mous (1) O Captain! My Captain! (1) ORPHELINS - Ορφανά (1) parler à mon père (1) Paul Verlaine (1) Paulo Coelho (1) perry poetry (4) Pierre Passereau (1) Ram Dass (1) Richard Rohr (2) Robert Brault (1) Robert Stevenson (1) Rose leaves (1) Rumi (1) Sailing to Byzantium (1) Samuel Taylor Coleridge (1) Sealed With A Kiss (1) Sergey Yesenin (1) She was (2) Sigmund Freud (2) Sir Thomas More (1) Steve Jobs (1) Sylvia Plath (1) Tην πατρίδα μου δεν την ανακάλυψαν (1) the second coming (2) The Willow Maid η κοπέλλα της Ιτιάς (1) Thomas Fuller (1) Tournier (1) Trisha Brown (1) video (12) Vincent van Gogh (1) w. Moreno (1) W. Saroyan (1) W.B. Yeats Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (2) Walt Disney (2) WALT WHITMAN (1) Walter Winchell (1) William Butler Yeats (1) William Gaddis (1) William Gibson (1) William Makepeace Thackeray (1) William Shakespeare (4) WILLIAM WORDSWORTH (1) Xarvey Mackay (1) Yomo Kenyatta (1) You can’t go back (1)