Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Προς την Μητέρα μου
Μάννα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφή κι απ’ όπου κι αν περάση,
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρι να πλαγιάση.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.
Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μαννούλα μου, ν’ αράξω,
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο•
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θαύρει.
Κι εκείνη μ΄αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
«Ήτον ανήλιαστη, άτυχη, η μέρα που γεννήθης•
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες•
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες».
(Η ΦΟΝΙΣΣΑ – 4Η ΣΤΡΟΦΗ)
Διονύσιος Σολωμός
Η τρελή μάνα
[ή]
Το κοιμητήριο
ΤΡΑΓΟΥΔΙ |
[19.]1
Τώρα που η ξάστερηνύχτα μονάχουςμας ηύρε απάντεχα,και εκεί στους βράχους5σχίζεται η θάλασσασιγαλινά.
2
Τώρα που ανοίγεταικάθε καρδίαστη λύπη, ακούσετε10μίαν ιστορία,που την αισθάνονταιτα σωθικά.
3
Σε κοιμητήριοείναι στημένα15δύο κυπαρίσσιααδελφωμέναπου πρασινίζουνεμες στους σταυρούς.
4
Όταν μεσάνυχτα20καταβουΐζουνοι ανέμοι, αν τα ’βλεπεςπώς κυματίζουν,έλεες πως κράζουνετους ζωντανούς.
5
25Δύο αδέλφια δύστυχακοιμούνται κάτουτον ανεξύπνητονύπνον θανάτου,κι έχασε η μάνα τους30τα λογικά.
Ιωάννης Πολέμης
|
Μισεύεις γιὰ τὴν ξενητιὰ καὶ μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στὸ καλὸ καὶ σύρε στὴν εὐχή μου.
Τριανταφυλλένια ἡ στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οἱ δρόμοι,
γιὰ χάρη σου ν᾿ ἀνθοβολοῦν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη.
Τὰ δάκρυά μου νὰ γεννοῦν διαμάντια σ᾿ ὅ,τι ἀγγίζεις
καὶ τὸ ποτήρι τῆς χαρᾶς ποτὲ νὰ μὴ στραγγίζεις.
Νὰ πίνεις καὶ νὰ ξεδιψᾶς καὶ νἆν᾿ αὐτὸ γεμάτο,
σὰ νἆσαι ἡ βρύση ἀπὸ ψηλὰ κι ἐσὺ νἆσαι ἀποκάτω.
Ἐκεῖ, παιδί μου, ποὺ θὰ πᾶς, στὰ μακρινὰ τὰ ξένα,
δίχτυα πολλὰ κι ὀξόβεργες θὰ στήσουνε γιὰ σένα.
Παιδί μου ἂν ἐμένανε πάψεις νὰ μὲ θυμᾶσαι,
μὲ δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος νἆσαι.
Κι ἂν πάλι τὸ φτωχὸ καλύβι μας ντροπὴ σοῦ φέρνει,
ὡστόσο
Καὶ πάλι θά ῾μαι πρόθυμη, συχώρεση νὰ δώσω.
Μ᾿ ἂν τὴν πατρίδα ἀπαρνηθεῖς ποὺ τὴ λατρεύουμε ὅλοι,
νἆσαι ἡ ζωή σου ὅπου κι ἂν πᾶς ἀγκάθια καὶ τριβόλοι.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΙ Ο ΣΑΤΑΝΑΣ (στον Philip Ramp)
Τη μεγάλη Παρασκευή
η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας
και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.
Δε φοράει πια εκείνο το ροζ
που τη θάψανε
κι ούτε κατεβαίνει ολοένα
με το κουτί της μαζί.
Τη Μεγάλη Παρασκευή
η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί
φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.
Το νύχι της το προτελευταίο
παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου
άγνωστη
όταν κρυφοσκεπόταν
και κρυφοαμάρτανε
μακριά μου
σαν αρχίζει τον ατέλειωτο θάνατό της
ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΖΕΙ.
Οι κληρονόμοι της μάνας
είναι τα πράγματα
μα εγώ τρίβω τη μουσούδα μου στα πράγματα
σα γάτα που λέρωσε στο σαλόνι
καταπίνω μετανοιωμένη
τα σάλια και τα αλάτια μου
και τρέχω να κρυφτώ στην πάνω σκάλα
το μεγάλο αιλουροειδές
την ανεβαίνω με κουτρουβαλάει
τη σκαρφαλώνω και με φτύνει
Κάηκε το πλατύσκαλο
κοπήκαν τα σκοινιά
Μαζεύτηκαν στην άκρη της τρύπας
τα φοβερά σκαθάρια
Μάνα κινδυνεύω
Αιωνία σου η μνήμη
Κινδυνεύω πολύ
Αιωνία σου η μνήμη
Γιώργος Βιζυηνός
Η ΜΗΤΕΡΑ
Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Πώς ν' αρνηθώ ή ν ' αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;
Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό,
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ' έμαθε να ομιλώ.
Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.
Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ'΄οδηγεί.
Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ «Δέησις» Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.- Η μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί για να επιστρέψει γρήγορα και νάν’ καλοί καιροί – και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί. Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή, η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη, ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει. |
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν. Δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια φώτα που πέσαν πάνω μου ανηλέητα, λόγια πιο πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες. Μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει βουβή, ξαγρυπνισμένη και χλωμή. |
Μίλτος Σαχτούρης
Ο δαίμονας
Το μυαλό μου κουρασμένο
πώς έπεσακαι τσακίστηκα
τώρα5με δεκανίκιαχρυσά τρίγωνα χρυσά τετράγωναγύρω κρεμνάω
τώρα η άσπρη φίλη μου, μαύρο φάντασματώρα η μαύρη φίλη μου, άσπρο φάντασμα
κι εκείνη που χάθηκε με τ’ ασημένιο καρφίστον ποταμό10δεν ξέρω ποιός; ο ήλιος ή το χιόνι
δεν ξέρω ποιά; τα χελιδόνια ή τα σπουργίτια
μετράω ολοένα μετράωη μητέρα μου ολοένα κλαίειμετράει η μητέρα μου ολοένα μετράει
|
Μαρία Πολυδούρη
[ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ...]
Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.
Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.
Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνῃ
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει...
Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.
1. Γιώργος Ιωάννου,
«Σαν τη μητέρα, αλήθεια»
Πηγαίνει αργά στο σινεμά,
μάλιστα στον εξώστη.
Σ’ έργα κατά προτίμηση,
βουβά και θαμπωμένα.
Κι εκεί – μέσα στους τόσους εξευτελισμούς –
η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες της γενιάς γύρω απ’ το τριάντα.
Με κείνα τα βαθιά καπέλα,
με τις σειρές τα περιδέραια,
τα μάτια, τα κοντά μαλλιά∙
με τις ψιλές γλυκιές φωνές, με τις κινήσεις τους τις μητρικές.
Σαν τη μητέρα, αλήθεια∙
σαν τη μάνα του των πρώτων παιδικών του χρόνων…
Τότε που τον φωνάζανε μοναχογιό.
(Από τη συγκεντρωτική έκδοση
«Τα Χίλια Δέντρα και άλλα ποιήματα», εκδ. Κέδρος 1973)
................................
Εννιά ποιήματα... εδώ... με αφορμή ένα άρθρο σε ε- περιοδικό... Οι πηγές είναι διάφορες, θα μείνω στο θέμα... Μάνα... μητέρα...
Lamprini T.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου