H καλή μου. Συγγραφέας με τα όλα της.
Όταν βρεθήκαμε με τα παιδιά, μάς διηγήθηκε
στο πι και φί μία ιστορία....
Τόσο παραμυθού...
Lamprini T.
«Ο Μεγαλοδύναμος έχει μια ειδική υπηρεσία για τη Γαλάτεια», χαμογέλασε χαριτολογώντας ο άντρας της, ο αλησμόνητος Γιώργος Σουρέλης, που τόσο νωρίς μας έφυγε και τόσο παλεύουμε να πιστέψουμε πως έπαψε να είναι ανάμεσά μας.
Όταν βρεθήκαμε με τα παιδιά, μάς διηγήθηκε
στο πι και φί μία ιστορία....
Τόσο παραμυθού...
Lamprini T.
Ο Θεός να την αναπαύσει...
Εδώ κάτι ακόμα... από την Λότη Πέτροβιτς...
Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη: μια χειμαρρώδης και ακούραστη δημιουργός
Η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη ανήκει στα πρόσωπα που, όταν τα συναντήσεις μια φορά, δεν τα ξεχνάς ποτέ. Χειμαρρώδης, ανήσυχη, εκδηλωτική, φιλική, γενναιόδωρη, με μια ιδιαίτερη αίσθηση χιούμορ κι έτοιμη πάντα για δράση, τραβά την προσοχή και γίνεται το κέντρο του ενδιαφέροντος σε κάθε είδους σύναξη, επαγγελματική συνάντηση ή κοινωνικό γεγονός, όπου τυχαίνει να είναι παρούσα.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα βιβλία της. Ανήκουν κι αυτά στα λογοτεχνήματα που όταν τα διαβάσεις μια φορά, δεν τα ξεχνάς ποτέ, είτε σε ενηλίκους απευθύνονται, είτε σε παιδιά. Γιατί το ίδιο χειμαρρώδης, ανήσυχη, φιλική και γενναιόδωρη είναι και ως συγγραφέας η Γαλάτεια. ΄Ετσι τα βιβλία της έχουν πάντα κάτι το ουσιαστικό, το βαθύτερο, το σημαντικό να σου πουν και να σε συναρπάσουν, και μαζί μ’ αυτό βρίσκουν τρόπο να σου μιλήσουν με θέρμη για την Ελλάδα και την ιστορία της ή να σε φέρουν σ’ επαφή με την Ορθοδοξία, πάντα με τα νόμιμα μέσα της Τέχνης.
Απ’ όλα τα παραπάνω, να σταθώ σε κείνο το «γενναιόδωρη». Η Γαλάτεια, έχει «αγαπητική» σχέση με τους αναγνώστες της. Γράφει από έγνοια γι’ αυτούς κι από αγάπη, μια αγάπη ατέλειωτη – το δηλώνει αυτό άλλωστε και ο τίτλος του βιβλίου της Τέλος δεν έχει η αγάπη. Προσφέρει λοιπόν απλόχερα πνευματική τροφή, ανοίγει ορίζοντες, προβληματίζει και ταυτόχρονα δίνει ένα κομμάτι από την ψυχή της για να πετύχει ένα τίμιο και γόνιμο «δούναι και λαβείν», μια γνήσια επικοινωνία με τον αποδέκτη του έργου της. Ευλογήθηκε με το «δώρημα» το απαραίτητο γι’ αυτή τη δουλειά, το ταλέντο του συγγραφέα, και δεν το εκμεταλλεύτηκε ποτέ για να κολακέψει ή να προσελκύσει το πλατύ και συχνά ανίδεο αναγνωστικό κοινό των ενηλίκων με θέματα δήθεν πρωτοποριακά, δήθεν ανατρεπτικά, δήθεν τολμηρά. Δεν το ξόδεψε ποτέ χωρίς περίσκεψη απλά για να εντυπωσιάσει, ή φιλάρεσκα για να περιγράψει τα του εαυτού της, σε παιδικά και νεανικά βιβλία.
΄Οταν κάποτε ρωτήθηκε γιατί γράφει για παιδιά, απάντησε: «Γιατί εμένα με νοιάζει να ζήσουμε σ’ ένα σπιτικό χωρίς ρύπανση – τη Γη μας, γι’ αυτό γράφω για την προστασία του περιβάλλοντος. Εμένα με νοιάζει όταν απειλούνται τα παιδιά από τα ναρκωτικά, τη βία, την όποια εκμετάλλευση, γι’ αυτό αντλώ τα θέματά των μυθιστορημάτων μου από τη σημερινή ζωή και τις δυσκολίες που συναντούν οι νέοι άνθρωποι. Εμένα με νοιάζει όταν τα παιδιά δεν μαθαίνουν για τις ρίζες τους, την ιστορία τους, τον πολιτισμό τους, γι’ αυτό γράφω ιστορικά μυθιστορήματα και διηγήματα. Αν ονειρευόμαστε πραγματικά την παγκόσμια ειρήνη, χρειαζόμαστε ανθρώπους που να σέβονται τους άλλους αλλά πρώτ’ απ’ όλα τη δική τους εθνική ταυτότητα, τη δική τους παράδοση, το δικό τους πολιτισμό. Γι’ αυτό αντλώ θέματα από τον ελληνικό πολιτισμό και την Ορθοδοξία. Γιατί εμένα με νοιάζει ο κόσμος μας να γίνει κόσμημα».
Για να πετύχει έναν τόσο υψηλό στόχο, η Γαλάτεια καταπιάστηκε με λογοτεχνικό έργο που έχει τρεις άξονες: Πρώτος, η ελληνική ιστορία. Γύρω του κινούνται με λόγο ρωμαλέο, ειλικρινή και συγκλονιστικό τα ιστορικά της μυθιστορήματα και διηγήματα, καθώς και οι μυθιστοριοποιημένες βιογραφίες (Ο μικρός μπουρλοτιέρης, Στις ρίζες της λευτεριάς, Το δαχτυλίδι του αυτοκράτορα, Ρήγας Φεραίος, Καπετάν Κώττας, Μνήμες της Σμύρνης κ.ά). Πραγματική πνευματική τροφή τα έργα της αυτά για τα ελληνόπουλα, που μέρα νύχτα βάλλονται ποικιλότροπα, για να απεμπολήσουν κάθε δεσμό τους με τις μνήμες αυτού του τόπου, να λησμονήσουν ό,τι έχει σχέση με τις ρίζες τους, να θάψουν το λαμπρό ιστορικό τους παρελθόν.
Δεύτερος άξονας του έργου της Γαλάτειας, η σύγχρονη κοινωνία και τα προβλήματά της. Εδώ εντάσσονται τα κοινωνικά της πεζογραφήματα, που διαπραγματεύονται με αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και τρόπο βαθιά ανθρώπινο θέματα καυτά, όπως η μετανάστευση (Παιχνίδι χωρίς κανόνες), η βία στα γήπεδα (Πριν από το τέρμα), ο πόλεμος (Τα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου), η καταστροφή του περιβάλλοντος (Εμένα με νοιάζει), η μοναξιά (Είναι κανείς εδώ;), η προσπάθεια για αρμονική συμβίωση στην οικογένεια (Τα δώδεκα φεγγάρια) και πλήθος άλλα. Στην εποχή μας, όπου οι μεγάλοι σπάνια ή καθόλου δεν έχουν χρόνο ή διάθεση να μιλήσουν με τα παιδιά για τα θέματα που καθημερινά τ’ απασχολούν ή τα απειλούν, για ζητήματα όπου χρειάζονται έγκυρους οδοδείκτες για ν’ αποφύγουν τα αδιέξοδα, τα κείμενα της Γαλάτειας, με την ολοζώντανη, ελκυστική και γλωσσικά πλούσια γραφή, διαδραματίζουν καθαρτήριο ρόλο, συντροφεύουν, συμβουλεύουν, τέρπουν και παιδαγωγούν, χωρίς αντιπαθητικούς και στείρους διδακτισμούς. Εξάλλου, όπως έλεγε ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος: «Οπωσδήποτε και αν ορίσουμε τη λογοτεχνία, δεν είναι δυνατό να της αφαιρέσουμε την πανάρχαια υποχρέωσή της έμμεσα να διδάσκει πάντοτε τους ανθρώπους».
Τρίτος άξονας η παράδοση. Κι εδώ βασίζονται τα παραμύθια και οι μικρές ιστορίες της Γαλάτειας (Ο Αλέξης με το ξύλινο άλογο, Συντροφιά με τον άνεμο, Κατερίνα–για μια θέση στον Παράδεισο, Τρελοβάπορο χωρίς τιμόνι, Φουρφουρής ο κότσυφας, Οι μάγοι της κασέτας, Χορεύοντας στο δάσος, Το φεγγάρι, το γραμματόσημο κι εγώ, Το τσίρκο μας, και άλλα, με κορυφαίο το εκπληκτικό παραμύθι Ο σπουργίτης με το κόκκινο γιλέκο, που με τρόπο συναρπαστικό θίγει την ανάγκη διατήρησης της παράδοσης, και για το οποίο κέρδισε τον έπαινο του Πανευρωπαϊκού Βραβείου του Πανεπιστημίου της Πάντοβα. Στον τομέα αυτόν η Γαλάτεια, με γραφή σαγηνευτική, λόγο παρηγορητικό και στάση ελπιδοφόρα, τρέφει «εξ απαλών ονύχων» τα ελληνόπουλα και τα ετοιμάζει για τον αγώνα του αύριο. «Εμένα με νοιάζει να αγωνιστείς να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο» λέει κάπου απευθυνόμενη σε μικρό αναγνώστη, «εμένα με νοιάζει να ξέρεις πως τέλος δεν έχει η αγάπη, να μη χάνεις την ελπίδα και να μην ξεχνάς πως, ναι, υπάρχουν Λύκοι, Δράκοι, Μάγισσες, μα, αν κοπιάσεις, θα βρεις το αθάνατο νερό».
Δεν θ’ αναφερθώ εδώ διεξοδικά σε όλους ανεξαιρέτως τους τίτλους των βιβλίων της και στους τρεις αυτούς άξονες, ούτε ν’ απαριθμήσω τα πάμπολλα βραβεία που έχει κερδίσει επάξια, με σημαντικότερα το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της, την αναγραφή του βιβλίου της Εμένα με νοιάζει στον Τιμητικό Πίνακα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα, και την υποψηφιότητά της για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν το 1992. Αυτά μπορεί να τα βρει εύκολα κάθε αναγνώστης στα βιογραφικά σημειώματα που συνοδεύουν τα βιβλία της, ή κάθε μελετητής στα θεωρητικά πονήματα που έχουν εκδοθεί για την παιδική και νεανική λογοτεχνία. Εκείνο που οφείλω να πω είναι πως η Γαλάτεια, είναι βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος. Η βαθιά χριστιανική της πίστη διαφαίνεται σε όλα τα λογοτεχνικά της έργα – το γράφεις ό,τι είσαι και είσαι ό,τι γράφεις είναι ρήση γνωστή και αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, ούτε για μια στιγμή δεν ολισθαίνουν προς το διδακτισμό, ούτε σε μια παράγραφο δεν παύουν να είναι πρώτα απ’ όλα λογοτεχνία.
Ως θρησκευόμενος άνθρωπος η Γαλάτεια λοιπόν, προσεύχεται για όλους και για όλα. Και τις περισσότερες φορές οι προσευχές της έχουν αποτέλεσμα! ΄Οσο απίστευτο κι αν ακούγεται, συχνά παίρνει ό,τι ζητήσει, είτε αφορά κάτι με σημασία εξαιρετική, είτε κάτι συνηθισμένο∙ είτε πρόκειται για λύση σε πρόβλημα σοβαρό, είτε για την αντιμετώπιση μιας απλής δυσκολίας, όπως η ίδια βεβαιώνει τους φίλους της, θρησκευόμενους και μη. Θ’ αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, ένα εύθυμο κι ένα σοβαρό, που θα φανούν απολύτως κατανοητά στους πρώτους, απλές συμπτώσεις ή ακόμα κι ευτράπελα στους δεύτερους. Το πρώτο αφορά μια μικρή αναποδιά:
Κάποιο βράδυ εδώ και χρόνια, αφού περάσαμε καλά σ’ ένα ταβερνάκι σε μακρινό προάστιο της Αθήνας, με νόστιμα μεζεδάκια, ρετσίνα, γέλιο, τραγούδι, αλλά κουβέντα και διφωνίες – για τι άλλο; - για την παιδική και τη νεανική λογοτεχνία, μας βρήκε κάτι απρόοπτο. Αφού έφυγαν οι περισσότεροι φίλοι, το μόνο αυτοκίνητο της παρέας που είχε απομείνει για να πάμε στα σπίτια μας δεν ξεκινούσε με τίποτα. Χειμώνας, μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και όλες οι προσπάθειες για κλήση ραδιοταξί – εκείνης της εποχής – αποδείχτηκαν μάταιες. Η Γαλάτεια κρύωνε, δεν αισθανόταν καλά. Είχαν αρχίσει και κάτι προβλήματα με την καρδιά της λίγο καιρό πριν…
«Αχ, Θε’ μου!» αναστέναξε. «Χρειαζόμαστε ένα ταξί. Είμαι ψόφια από την κούραση κι έχω αύριο πολλή δουλειά. Να βγούμε στο δρόμο, μήπως περάσει κανένα..»
«Ταξί περαστικό είναι το τελευταίο πράγμα που μπορούμε να βρούμε τέτοια ώρα σε τούτη την ερημιά» της αποκρίθηκα ολότελα απελπισμένη.
Πραγματικά η περιοχή φαινόταν έρημη μέσα στη νύχτα.
«Αχ, Θε’ μου, χρειαζόμαστε ένα ταξί», ξανάπε η Γαλάτεια.
Και τότε άξαφνα φάνηκε να έρχεται από το πουθενά ένα ταξί!
Γιώργος Σουρέλης |
Ξανάκουσα το Γιώργο να λέει το ίδιο – κι αυτό είναι το δεύτερο παράδειγμα -όταν τον Αύγουστο του 1990 κάτι απίστευτο έσωσε τη Γαλάτεια από μια καρδιακή προσβολή. Βρισκόταν για μια υπαίθρια εκδήλωση σ’ ένα μικρό, απομονωμένο χωριό της Λέσβου και ξαφνικά ένιωσε πολύ άσχημα. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω της ενώ εκείνη έσβηνε, ο πόνος στην καδιά αφόρητος και σίγουρα θα πέθαινε, αν η «ειδική υπηρεσία» του Μεγαλοδύναμου δε φρόντιζε να βρεθεί τάχιστα ένας γιατρός. ΄Οντως εκείνη ακριβώς τη στιγμή, συνέπεσε να περάσει με το αυτοκίνητό του από το συγκεκριμένο σημείο σ’ εκείνο το χωριουδάκι , ένας καρδιολόγος! Κι έκανε αμέσως ό,τι έπρεπε. «Τύχη βουνό είχε η Γαλάτεια» είπαν μερικοί φίλοι. Κι εγώ σκέφτομαι χαμογελώντας πως ίσως κάποια παρόμοια περιστατικά έχουν κάνει το λαό μας να λέει «τύχη είναι το ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί ο Θεός όπου δε θέλει να βάλει την υπογραφή του».
Στις δύσκολες μέρες που περνάει τώρα η Γαλάτεια, εμείς οι φίλοι της προσευχόμαστε ή ευχόμαστε, ανάλογα καθένας με τις πεποιθήσεις του, να συνεχίσει να λειτουργεί η ειδική εκείνη θεία υπηρεσία, για να της δίνει κουράγιο αλλά και έμπνευση και την απαραίτητη δύναμη για να συνεχίσει το πολύτιμο, το «θρεπτικό» του νου και της ψυχής έργο της, το απαραίτητο όσο ποτέ άλλοτε σε μικρούς και μεγάλους, στους πονηρούς κι επικίνδυνους καιρούς που ζούμε.
(Κείμενο βασισμένο στην ομιλία μου σε εκδήλωση που οργανώθηκε προς τιμήν της προ ετών από την Πανελλήνια ΄Ενωση Γυναικών)
Αναρτήθηκε
από Λότη Πέτροβιτς loty@loty.gr στις 2:20 π.μ.
ΠΗΓΗ!!! http://lotypetrovits.blogspot.gr/2013/06/blog-post_18.html
24 Σεπτεμβρίου 2016
http://www.themamagers.gr/galatia-grigoriadi-soureli-mana-mou-opos-den-tin-gnorise-kanis/
Γαλάτεια Γρηγοριάδη Σουρέλη – Η μάνα μου, όπως δεν την γνώρισε κανείς
Από
Γιάννης Σουρέλης
-
Έφυγε όπως της άξιζε. Με μια τελευταία πνοή μέσα στη γαλήνη και την ησυχία του σπιτιού της. Χωρίς νοσοκομεία και εντατικές, χωρίς πόνο και ταλαιπωρία. Της άξιζε γιατί όλη η ζωή της ήταν γεμάτη πόνο και αγώνα.
Χωρισμένοι οι γονείς της. Ο μπαμπάς της την κράτησε για υπηρέτρια της μητριάς της. Ο αδελφός της μακριά. Δεν της επιτρεπόταν ούτε να διαβάζει, ούτε να πάει σχολείο. Κλεισμένη στο σπίτι, έκανε τη δούλα αλλά έτσι έμαθε να μαγειρεύει όπως κανείς… Δεν ξεχνιούνται οι λαχανοντολμάδες της, το θρυλικό κοκκινιστό (που άμα δεν έχει πιάσει, δεν έχει γίνει καλό!), το χάιδεμα που ήθελε το φαί για να γίνει νόστιμο…
Ερωτεύτηκε νωρίς και έφυγε από το σπίτι της. Τρία παιδιά και πολύς πόνος. Ο έρωτας δεν ήταν αμοιβαίος. Την άφησε για μια άλλη που παραδόξως τη μνημόνευε στην εκκλησία σε όλη της τη ζωή. «Να είναι καλά που με έσωσε» έλεγε και της άναβε πάντα ένα κεράκι να συγχωρεθεί.
Χωρισμένη με τρία παιδιά εκείνη την εποχή ίσον καταδικασμένη και ατιμασμένη για πάντα. Όχι όμως για τη Γαλάτεια! Έπιασε δουλειά και πούλαγε την αγγλική εγκυκλοπαίδεια Caxton πόρτα- πόρτα. Αναδείχθηκε η κορυφαία πωλήτρια σε όλη την Ευρώπη. Μόνο στην εκδήλωση που έγινε προς τιμήν της ως αναγνώριση του επιτεύγματός της, ο Άγγλος γενικός διευθυντής και οι υπόλοιποι ιθύνοντες κατάλαβαν με έκπληξη ότι η Γαλάτεια δε μιλούσε λέξη Αγγλικά…
Μετά ο θεός τη βοήθησε. Ο παιδίατρός που παρακολουθούσε τα παιδιά της χωρίς αμοιβή, ένας άγιος άνθρωπος που λεγόταν Χατζηδάκης την πίεσε να γράψει. Την έβαλε στη Δαμασκό, που εκείνη την εποχή ήταν το κέντρο της διανόησης. Και έγραψε. Και πήρε το Κρατικό βραβείο, την ανώτατη διάκριση της εποχής. Και το κορίτσι που δεν είχε στον ήλιο μοίρα έβγαλε το πρώτο της βιβλίο στον Κολλάρο, στην Εστία. Κάτι που τότε θεωρούνταν αδύνατο.
Αδύνατο για τη Γαλάτεια; Δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό της αυτή η λέξη. Οι δυσκολίες συνεχείς. Αλλά οι φίλοι της πολλοί και διαλεχτοί. Γερές φιλίες. Καρδιακές. Με βάθος και δόσιμο. Πολλή αγάπη και νοιάξιμο. Και πολλά θαύματα.
Το πιο μεγάλο; Ο Σουρέλης. Δέκα χρόνια μικρότερος. Αριστούχος φοιτητής Φιλοσοφικής. Ξυπόλητος από το χωριό. Γέλαγε λέγοντας ότι όταν έβαλε παπούτσια για πρώτη φορά κρυολόγησε. Αλλά διαννοούμενος εκ γενετής. Φωτογραφική μνήμη, γεμάτος γνώσεις και ανησυχίες. Θαμπώθηκε από τη λάμψη της και αφιέρωσε τη ζωή του σε αυτήν. Την παντρεύτηκε, έκαναν εμένα, μας σπούδασε και τους τέσσερις στο εξωτερικό και της στάθηκε όσο κανείς.
Ήταν το σύστημα μέσα στο χάος της μάνας μου. Αν δεν έλεγε ο Σουρέλης «τυπωθήτω» το βιβλίο ξαναγραφόταν. Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν. Η Γαλάτεια ακούμπησε επάνω του και μεγαλούργησε. Σε κάθε τομέα. Ο ένας έκανε τον άλλο καλύτερο άνθρωπο. Τον δίδαξε αυθορμησία και ελευθερία. Τη δίδαξε αγάπη και υπομονή. Δε θα επεκταθώ. Ήταν σπουδαίος. Μεγάλο θαύμα για όλους μας…
Ξαναγυρνάω στη Γαλάτεια, γιατί γι’ αυτή είναι το σημερινό…
Μια μέρα είχε τριάντα χιλιάδες για να πληρώσει το ενοίκιό της. Όλα της τα λεφτά. Χτυπάει το κουδούνι και μια γειτόνισσα της εξηγεί την ανάγκη της και της τα ζητάει. Η Γαλάτεια τα δίνει και όλοι την κοιτάζουμε απορημένοι. «Έχει ο θεός», λέει, «τα έχει μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς».Βγαίνει στην Πατησίων για δουλειά και όπως κατεβαίνει από το τρόλει, τη σταματά ένας παλιός γνωστός της, της δίνει ένα φάκελο και την ευχαριστεί για τα δανεικά που του είχε δώσει σε χρόνο ανύποπτο. Τον ανοίγει και μέσα έχει τριάντα χιλιάρικα. Έτσι απλά. Πάντοτε έτσι γινόταν σε όλη της τη ζωή.
Μπορώ να συνεχίσω επ’ άπειρον, γιατί η ζωή της ήταν γεμάτη συναρπαστικές στιγμές και θαύματα. Όχι τυχαία, γιατί πίστευε σε θεό με ένα δικό της πολύ άμεσο τρόπο. Διεκδικούσε με φωνή αυτό που ήθελε. Μιλούσε στην Παναγιά και την κατσάδιαζε. Της έλεγε «Άκου να σου πω, μάνα είσαι και καταλαβαίνεις. Πρέπει να δώσεις τη βοήθεια και πρέπει να το κάνεις γρήγορα γιατί άλλο δεν αντέχεται το πρόβλημα». Και την επόμενη μέρα γινόταν αυτό που ζητούσε.
Ήταν στην εντατική και την είχαμε ξεγραμμένη. Είχε ταλαιπωρηθεί πολύ με την καρδιά της. Πολλά εμφράγματα και την περιμέναμε. Μπαίνω και της λέω: «Ρε μάνα, εκεί που είσαι βλέπεις να συμβαίνει τίποτε;» Ανοίγει τα μάτια της και μου λέει: «Βέβαια και βλέπω! Είναι ο Άγιος Λουκάς εδώ και με έχει στο νου του». Σε μια βδομάδα ήταν στο σπίτι της…
Τελειώνω.
Τον τελευταίο καιρό δεν μπορούσε να γράψει («δεν μπορώ να συμμαζέψω το μυαλό μου» έλεγε, δεν μπορούσε να κάνει εκπομπές γιατί δεν είχε αναπνοή και δεν έβλεπε καλά. Όποτε της μιλούσα λοιπόν, μου έλεγε: «Άσχημο πράγμα τα γεράματα γιε μου… Δεν ξέρω τι να κάνω που αν και είμαι όσο είμαι (δεν έλεγε ποτέ την ηλικία της) εδώ μέσα, και χτύπαγε τη στήθος της, εδώ μέσα είμαι ακόμη είκοσι χρονών. Τι να κάνω γιε μου;
Καλό Παράδεισο μάνα μου. Η παρέα σου είναι εκεί πάνω και σε περιμένει με ανυπομονησία, να συνεχίσετε τα ωραία σας. Θα μου λείψεις. Θα μου λείψει η φωνή σου στα αυτιά μου: «Καλημέρα γαϊδούρι μου, γιαβρί μου, τι κάνεις; Μη ξεχνάς να μ΄αγαπάς».
Σ΄αγαπώ μάνα μου πολύ.
2 σχόλια:
...πόσο συγκινητικό κείμενο...
ειγικά τώρα, με γγίζει περισσότερο.
Ας την τιμούμε.
Υιώτα
Στρατή
"αστοριανή"
ΝΥ
Aστοριανή μου η αλήθεια πάντα αγγίζει
πολλά φιλιά!!!!!!!!!!!!!!!!!
Ο Θεός να την αναπαύσει... !
Δημοσίευση σχολίου