Η ΑΦΕΛΗΣ ΚΑΤΑΡΑ
Ήταν πρωί της 31ης Ιουλίου του 1944, όταν ο παππούς μου ο Γιάγκος δολοφονήθηκε στο χωράφι του, το Σταχτί συγκεκριμένα, από έναν Γερμανό (Λευκορώσο) στρατιώτη λιποτάχτη που είχε αυτομολήσει από την μονάδα του στην Κύμη. Πριν φύγει από το σπίτι ζήτησε από την μητέρα μου, μοναχοκόρη ανάμεσα σε ακόμη έξι αρσενικά παιδιά, να σφάξει μία κότα για να αποκρέψουν. Από την επομένη θα άρχιζε η νηστεία του δεκαπενταύγουστου, μέχρι της Παναγίας. Της ζήτησε να ετοιμάσει και μακαρόνια κουφωτά, χειροποίητα ζυμαρικά με αλεύρι και νερό. Αν και μόλις 15 χρόνων η θυγατέρα του η Λούλα, είχε υποχρεωθεί να αναλάβει εξ ολοκλήρου το νοικοκυριό και μάλιστα από πολύ νωρίτερα. Η γιαγιά μου η Μαριγάρα, ένας απίστευτα έξυπνος όσο και στρυφνός άνθρωπος, προτιμούσε να συνοδεύει τον παππού στις αγροτικές δουλειές, από την λάτρα του σπιτιού. Ήταν λίγα μέτρα πιο εκεί, μαζί κι ένα από τα μικρότερα αγόρια, ο θείος μου ο Βαγγέλης - τα μεγαλύτερα είχαν πάει, προφανώς σε κάποιο σε άλλο χωράφι, σε άλλη τοποθεσία - όταν πυροβολήθηκε θανάσιμα ο παππούς. Η σφαίρα τον βρήκε στην καρδιά, ο θάνατός του ήταν ακαριαίος. Μόνο ένα “αχ” πρόλαβε να βγει από τα χείλη του. Σημάδεψε καλά ο άθλιος ο Λευκορώσος, μέσα από τα σχίνα που ήταν κρυμμένος. Το άσχημο νέο, κάπως ασαφές στην αρχή που μιλούσε αόριστα για κάποιο σκοτωμό, έφτασε αμέσως στο χωριό. Το άκουσε η μητέρα μου κι άρχισε να τρέχει πανικόβλητη προς το μέρος που ήξερε ότι θα πήγαιναν οι δικοί της, προς το Σταχτί. Λίγο πιο έξω από το χωριό, στο Φραχτό, την σταμάτησε ο μπάρμπας της ο Γιάννης ο Σκουρλής. Την πήρε αγκαλιά και προσπάθησε να της πει το φρικτό νέο. Μόλις το ξεστόμισε άρχισε τότε να δέρνεται και να σφαδάζει η δόλια πάνω στο χώμα. Ήταν όχι μόνο ο πατέρας της, μα και η μεγάλη της αγάπη. Μέχρι τέλους, όταν μου μιλούσε γι’ αυτόν τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα. Τον παππού τον έφεραν στο χωριό τυλιγμένο σε μια δρομίδα, ένα είδος υφαντής κουβέρτας. Ίσως για επαληθευτεί μία από τις πολλές κατάρες της γιαγιάς που τις εκτόξευε για ψύλλου πήδημα, όταν μάλωνε με τον άντρα της: “Στην δρομίδα να σε φέρουνε”. Και τον έφεραν. ’Εκτοτε δεν την είπε ποτέ ξανά αυτή την κατάρα, ούτε κι άλλη καμιά.
Γιώργος Ν. Ευσταθίου
.......................................
Ωραίο!
Lamprini T.
2 σχόλια:
...δύσκολο.. λίγο στεγνό...
Υιώτα
Aστοριανή μου... μού άρεσε πολύ το τέλος...
Χρόνια πολλά στον μικρό σας πρίγκηπα... με υγεία!!!!!!!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου