Ζωγραφική: Sir Thomas Francis Dicksee - Romeo and Juliet
ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
(μτφρ. Ε. Μπελιές)
Δεύτερη Πράξη – Σκηνή 2
(Ο κήπος των Καπουλέτων)
(Εμφανίζεται ο Ρωμαίος)
ΡΩΜΑΙΟΣ
Όποιος ποτέ του δεν λαβώθηκε γελάει με τις ουλές των άλλων!
(Εμφανίζεται η Ιουλιέτα στο μπαλκόνι)
Σιγά! Ποιο φως χαράζει σ’ εκείνο το παράθυρο;
Είναι η ανατολή, ο ήλιος μου, η Ιουλιέτα!
Πρόβαλε, ωραίε ήλιε, και σκότωσε τη φθονερή σελήνη,
που ήδη αρρώστησε και χλόμιασε απ’ το κακό της,
γιατί εσύ, η ακόλουθός της, είσαι ομορφότερη!
Πάψε να την υπηρετείς, αφού τόσο ζηλεύει:
το φόρεμα
που βάζουν οι παρθένες της είναι πρασινισμένο,
αρρωστημένο – ένδυμα γελωτοποιού ανόητου!
Πέταξ’ το από πάνω σου! Ω, ναι, η δέσποινά μου είναι,
η αγάπη μου! Αχ, και να το ‘ξερε πως είναι!
Μιλάει, κι όμως λέξη δεν βγάζει από το στόμα της!
Και τι μ’ αυτό – τα μάτια της μιλάνε: θ’ απαντήσω!
Μα τι θράσος έχω! Δεν μιλάει σ’ εμένα:
τα δύο ομορφότερα αστέρια τ’ ουρανού πρέπει
να λείψουν λίγο και παρακαλούν τα μάτια της
να λάμψουνε στις σφαίρες τους ωσότου να γυρίσουν!
Τι θα γινόταν εάν τα μάτια της βρισκόντουσαν εκεί ψηλά
κι ερχόντουσαν στο πρόσωπό της τ’ άστρα;
Τα λαμπερά της μάγουλα θα έκαναν τ’ αστέρια να ντρέπονται,
όπως το λυχναράκι ντρέπεται τη μέρα. Τα μάτια της,
εκεί ψηλά, ωσάν αιθέριο ποτάμι θ’ ακτινοβολούσαν,
και τα πουλιά θα νόμιζαν πως είναι μέρα και θα κελαηδούσαν.
Κοίτα πώς ακουμπάει το πρόσωπο στο χέρι:
ω, γάντι της να ήμουνα, εγώ να γίνω ταίρι
στο μάγουλό της και να την αγγίξω!
Είναι η ανατολή, ο ήλιος μου, η Ιουλιέτα!
Πρόβαλε, ωραίε ήλιε, και σκότωσε τη φθονερή σελήνη,
που ήδη αρρώστησε και χλόμιασε απ’ το κακό της,
γιατί εσύ, η ακόλουθός της, είσαι ομορφότερη!
Πάψε να την υπηρετείς, αφού τόσο ζηλεύει:
το φόρεμα
που βάζουν οι παρθένες της είναι πρασινισμένο,
αρρωστημένο – ένδυμα γελωτοποιού ανόητου!
Πέταξ’ το από πάνω σου! Ω, ναι, η δέσποινά μου είναι,
η αγάπη μου! Αχ, και να το ‘ξερε πως είναι!
Μιλάει, κι όμως λέξη δεν βγάζει από το στόμα της!
Και τι μ’ αυτό – τα μάτια της μιλάνε: θ’ απαντήσω!
Μα τι θράσος έχω! Δεν μιλάει σ’ εμένα:
τα δύο ομορφότερα αστέρια τ’ ουρανού πρέπει
να λείψουν λίγο και παρακαλούν τα μάτια της
να λάμψουνε στις σφαίρες τους ωσότου να γυρίσουν!
Τι θα γινόταν εάν τα μάτια της βρισκόντουσαν εκεί ψηλά
κι ερχόντουσαν στο πρόσωπό της τ’ άστρα;
Τα λαμπερά της μάγουλα θα έκαναν τ’ αστέρια να ντρέπονται,
όπως το λυχναράκι ντρέπεται τη μέρα. Τα μάτια της,
εκεί ψηλά, ωσάν αιθέριο ποτάμι θ’ ακτινοβολούσαν,
και τα πουλιά θα νόμιζαν πως είναι μέρα και θα κελαηδούσαν.
Κοίτα πώς ακουμπάει το πρόσωπο στο χέρι:
ω, γάντι της να ήμουνα, εγώ να γίνω ταίρι
στο μάγουλό της και να την αγγίξω!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αχ, Θέε μου!
Αχ, Θέε μου!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Μιλάει! Μίλησε πάλι, άγγελε λαμπρέ,
δόξα εσύ της νύχτας πάνω απ’ το κεφάλι μου:
μοιάζεις με φτερωτό απεσταλμένο τ’ ουρανού
που οι κατάπληκτοι θνητοί κοιτάζουνε με θαυμασμό
να ιππεύει νέφη αργοβάδιστα και να διαπλέει
τους κόλπους των αιθέρων.
Μιλάει! Μίλησε πάλι, άγγελε λαμπρέ,
δόξα εσύ της νύχτας πάνω απ’ το κεφάλι μου:
μοιάζεις με φτερωτό απεσταλμένο τ’ ουρανού
που οι κατάπληκτοι θνητοί κοιτάζουνε με θαυμασμό
να ιππεύει νέφη αργοβάδιστα και να διαπλέει
τους κόλπους των αιθέρων.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αχ, Ρωμαίο, Ρωμαίο, γιατί να είσαι ο Ρωμαίος;
Αρνήσου τον πατέρα σου, απαρνήσου τ’ όνομά σου,
ή, αν δεν θέλεις, ορκίσου μου πως μ’ αγαπάς
και παύω εγώ αμέσως να ‘μαι κόρη Καπουλέτου!
Αχ, Ρωμαίο, Ρωμαίο, γιατί να είσαι ο Ρωμαίος;
Αρνήσου τον πατέρα σου, απαρνήσου τ’ όνομά σου,
ή, αν δεν θέλεις, ορκίσου μου πως μ’ αγαπάς
και παύω εγώ αμέσως να ‘μαι κόρη Καπουλέτου!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ν’ ακούσω κι άλλο, ή να μιλήσω τώρα;
Ν’ ακούσω κι άλλο, ή να μιλήσω τώρα;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μονάχα τ’ όνομά σου είν’ εχθρός μου:
εσύ ο ίδιος θα ’σουνα κι αν δεν σε λέγανε Μοντέγο.
Τι πάει να πει Μοντέγος; Μοντέγος! Δεν είναι ούτε χέρι ούτε πόδι
ούτε μπράτσο ούτε πρόσωπο ούτε κανένα άλλο σάρκινο
μέρος του ανθρώπου. Αχ, γίνε κάποιο άλλο όνομα!
Τι είναι τ’ όνομα; Αυτό που λέμε τριαντάφυλλο,
κι αλλιώς να ονομαζότανε, το ίδιο δεν θα μύριζε γλυκά;
Έτσι και ο Ρωμαίος: αν δεν λεγότανε Ρωμαίος,
πάλι θα είχε τις ίδιες, τέλειες χάρες του.
Ρωμαίο, παράτα τ’ όνομά σου - δεν είναι μέρος
του εαυτού σου – και θα κερδίσεις ολόκληρην εμένα!
Μονάχα τ’ όνομά σου είν’ εχθρός μου:
εσύ ο ίδιος θα ’σουνα κι αν δεν σε λέγανε Μοντέγο.
Τι πάει να πει Μοντέγος; Μοντέγος! Δεν είναι ούτε χέρι ούτε πόδι
ούτε μπράτσο ούτε πρόσωπο ούτε κανένα άλλο σάρκινο
μέρος του ανθρώπου. Αχ, γίνε κάποιο άλλο όνομα!
Τι είναι τ’ όνομα; Αυτό που λέμε τριαντάφυλλο,
κι αλλιώς να ονομαζότανε, το ίδιο δεν θα μύριζε γλυκά;
Έτσι και ο Ρωμαίος: αν δεν λεγότανε Ρωμαίος,
πάλι θα είχε τις ίδιες, τέλειες χάρες του.
Ρωμαίο, παράτα τ’ όνομά σου - δεν είναι μέρος
του εαυτού σου – και θα κερδίσεις ολόκληρην εμένα!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κρατάω σαν υπόσχεση τα λόγια που είπες.
Ονόμασέ με αγάπη σου, και με ξαναβαφτίζεις:
Ρωμαίος δεν θα είμαι πια ποτέ!
Κρατάω σαν υπόσχεση τα λόγια που είπες.
Ονόμασέ με αγάπη σου, και με ξαναβαφτίζεις:
Ρωμαίος δεν θα είμαι πια ποτέ!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ποιος είσαι συ, που έρχεσαι κρυμμένος στα σκοτάδια
και μπαίνεις μέσα στις μυστικές μου σκέψεις;
Ποιος είσαι συ, που έρχεσαι κρυμμένος στα σκοτάδια
και μπαίνεις μέσα στις μυστικές μου σκέψεις;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τ’ όνομά μου δεν ξέρω πώς μπορώ να σου το πω.
Τ’ όνομά του, λατρευτή αγία, μου είναι μισητό, αφού εσύ
το έχεις για εχθρό. Αν το ’γραφα, θα έσκιζα το χαρτί.
Τ’ όνομά μου δεν ξέρω πώς μπορώ να σου το πω.
Τ’ όνομά του, λατρευτή αγία, μου είναι μισητό, αφού εσύ
το έχεις για εχθρό. Αν το ’γραφα, θα έσκιζα το χαρτί.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τ’ αυτιά μου δεν έχουν ακόμα πιει εκατό λέξεις
από το στόμα σου, κι όμως αναγνωρίζω τη φωνή σου.
Δεν είσαι ο Ρωμαίος, ο γιος του Μοντέγου;
Τ’ αυτιά μου δεν έχουν ακόμα πιει εκατό λέξεις
από το στόμα σου, κι όμως αναγνωρίζω τη φωνή σου.
Δεν είσαι ο Ρωμαίος, ο γιος του Μοντέγου;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κανένας απ’ τους δύο, πανέμορφη, αν τον αντιπαθείς.
Κανένας απ’ τους δύο, πανέμορφη, αν τον αντιπαθείς.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πώς έφτασες εδώ και ποιος ο λόγος – πες μου.
Οι τοίχοι του περιβολιού είναι ψηλοί και δύσκολα
τους ανεβαίνεις. Κι άμα καλοσκεφτείς ποιος είσαι,
αυτό το μέρος είναι βέβαιος θάνατος για σένα,
εάν κάποιος συγγενής μου σε βρει εδώ.
Πώς έφτασες εδώ και ποιος ο λόγος – πες μου.
Οι τοίχοι του περιβολιού είναι ψηλοί και δύσκολα
τους ανεβαίνεις. Κι άμα καλοσκεφτείς ποιος είσαι,
αυτό το μέρος είναι βέβαιος θάνατος για σένα,
εάν κάποιος συγγενής μου σε βρει εδώ.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Με τα πανάλαφρα φτερά του έρωτα πέρασα τον τοίχο.
Τα πέτρινα εμπόδια δεν τα λογαριάζει ο έρωτας,
που, ό,τι μπορεί να κάνει, το τολμάει κιόλας.
Ήταν αδύνατο, λοιπόν, οι συγγενείς σου να με σταματήσουν.
Με τα πανάλαφρα φτερά του έρωτα πέρασα τον τοίχο.
Τα πέτρινα εμπόδια δεν τα λογαριάζει ο έρωτας,
που, ό,τι μπορεί να κάνει, το τολμάει κιόλας.
Ήταν αδύνατο, λοιπόν, οι συγγενείς σου να με σταματήσουν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Όμως, άμα σε δουν, θα σε σκοτώσουν.
Όμως, άμα σε δουν, θα σε σκοτώσουν.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αχ, πιο πολύ κινδυνεύω απ’ τα δικά σου μάτια
παρά από είκοσι σπαθιά τους. Κοίτα με συ γλυκά
και η δικιά τους έχθρα δεν θα με πιάνει.
Αχ, πιο πολύ κινδυνεύω απ’ τα δικά σου μάτια
παρά από είκοσι σπαθιά τους. Κοίτα με συ γλυκά
και η δικιά τους έχθρα δεν θα με πιάνει.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Για τίποτα στον κόσμο δεν θέλω να σε βρουν εδώ.
Για τίποτα στον κόσμο δεν θέλω να σε βρουν εδώ.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Της νύχτας ο μανδύας με κρύβει από τα μάτια τους.
Όμως, αν δεν με αγαπάς, τότε ας με βρουν.
Καλύτερα να χάσω τη ζωή μου από το μίσος τους,
παρά ν’ αργοπεθαίνω χωρίς τη δικιά σου αγάπη.
Της νύχτας ο μανδύας με κρύβει από τα μάτια τους.
Όμως, αν δεν με αγαπάς, τότε ας με βρουν.
Καλύτερα να χάσω τη ζωή μου από το μίσος τους,
παρά ν’ αργοπεθαίνω χωρίς τη δικιά σου αγάπη.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποιος σου έδειξε τον δρόμο ως εδώ;
Και ποιος σου έδειξε τον δρόμο ως εδώ;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ο έρωτας, που πρώτος με παρακίνησε να ψάξω.
Αυτός έβαλε το μυαλό κι εγώ έβαλα τα μάτια.
Ναυτικός δεν είμαι, αλλά ακόμα κι αν βρισκόμουνα
στην πιο απόμακρη ακρογιαλιά που βρέχει το έσχατο κύμα
του μεγάλου πόντου, για τέτοιο θησαυρό
θα διακινδύνευα την ίδια τη ζωή μου.
Ο έρωτας, που πρώτος με παρακίνησε να ψάξω.
Αυτός έβαλε το μυαλό κι εγώ έβαλα τα μάτια.
Ναυτικός δεν είμαι, αλλά ακόμα κι αν βρισκόμουνα
στην πιο απόμακρη ακρογιαλιά που βρέχει το έσχατο κύμα
του μεγάλου πόντου, για τέτοιο θησαυρό
θα διακινδύνευα την ίδια τη ζωή μου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ξέρεις πως η μάσκα της νύχτας κρύβει το πρόσωπό μου,
αλλιώς τα μάγουλά μου θα κοκκίνιζαν από παρθενική ντροπή
γι’ αυτά που μ’ άκουσες να λέω εδώ απόψε.
Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω τους καλούς μου τρόπους·
μακάρι, μακάρι ν΄ αρνιόμουν όσα είπα. Όμως,
αντίο τυπικότητα. Μ’ αγαπάς; Το ξέρω, «Ναι» θα πεις,
κι εγώ θα σε πιστέψω. Και, φυσικά, αν πάρεις όρκο,
μπορείς να τον πατήσεις. Λένε πως ο Δίας ξεκαρδίζεται
όταν οι ερωτευμένοι δεν κρατάν τους όρκους τους.
Αν μ’ αγαπάς, Ρωμαίο μου, πες μου το ειλικρινά.
Και αν νομίζεις πως σε άφησα εύκολα να με κερδίσεις,
θα κατσουφιάσω, θα κακιώσω, θα σου λέω συνέχεια όχι,
για να τρέχεις πίσω μου ζητώντας να με κερδίσεις.
Η αλήθεια είναι, ωραίε Μοντέγο, πως είμαι πολύ εκδηλωτική,
και ίσως πάρεις τη συμπεριφορά μου γι’ άσεμνη.
Όμως, καλέ μου, πίστεψέ με και θα δεις πως είμαι
πιο αληθινή απ’ όσες ξέρουνε να φαίνονται απρόσιτες.
Ομολογώ πως έπρεπε να δείξω πιο επιφυλακτική,
Αλλά, προτού το καταλάβω, είχες κρυφακούσει το πάθος
του έρωτά μου: γι αυτό, συγχώρεσέ με και μη νομίσεις
επιπόλαιη την ομολογία μου, που σου αποκάλυψε
η σκοτεινιά της νύχτας.
Ξέρεις πως η μάσκα της νύχτας κρύβει το πρόσωπό μου,
αλλιώς τα μάγουλά μου θα κοκκίνιζαν από παρθενική ντροπή
γι’ αυτά που μ’ άκουσες να λέω εδώ απόψε.
Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω τους καλούς μου τρόπους·
μακάρι, μακάρι ν΄ αρνιόμουν όσα είπα. Όμως,
αντίο τυπικότητα. Μ’ αγαπάς; Το ξέρω, «Ναι» θα πεις,
κι εγώ θα σε πιστέψω. Και, φυσικά, αν πάρεις όρκο,
μπορείς να τον πατήσεις. Λένε πως ο Δίας ξεκαρδίζεται
όταν οι ερωτευμένοι δεν κρατάν τους όρκους τους.
Αν μ’ αγαπάς, Ρωμαίο μου, πες μου το ειλικρινά.
Και αν νομίζεις πως σε άφησα εύκολα να με κερδίσεις,
θα κατσουφιάσω, θα κακιώσω, θα σου λέω συνέχεια όχι,
για να τρέχεις πίσω μου ζητώντας να με κερδίσεις.
Η αλήθεια είναι, ωραίε Μοντέγο, πως είμαι πολύ εκδηλωτική,
και ίσως πάρεις τη συμπεριφορά μου γι’ άσεμνη.
Όμως, καλέ μου, πίστεψέ με και θα δεις πως είμαι
πιο αληθινή απ’ όσες ξέρουνε να φαίνονται απρόσιτες.
Ομολογώ πως έπρεπε να δείξω πιο επιφυλακτική,
Αλλά, προτού το καταλάβω, είχες κρυφακούσει το πάθος
του έρωτά μου: γι αυτό, συγχώρεσέ με και μη νομίσεις
επιπόλαιη την ομολογία μου, που σου αποκάλυψε
η σκοτεινιά της νύχτας.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κυρία, σου ορκίζομαι στην ιερή σελήνη που ασημώνει
Από κει ψηλά τις κορυφές αυτών εδώ των δέντρων –
Κυρία, σου ορκίζομαι στην ιερή σελήνη που ασημώνει
Από κει ψηλά τις κορυφές αυτών εδώ των δέντρων –
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω, μην ορκίζεσαι στη σελήνη, στην άστατη σελήνη
που κάθε μέρα αλλάζει σχήμα στην κυκλική της τροχιά:
εκτός και αν ο έρωτάς σου αποδειχτεί το ίδιο αλλοπρόσαλλος!
Ω, μην ορκίζεσαι στη σελήνη, στην άστατη σελήνη
που κάθε μέρα αλλάζει σχήμα στην κυκλική της τροχιά:
εκτός και αν ο έρωτάς σου αποδειχτεί το ίδιο αλλοπρόσαλλος!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Σε τι να σου ορκιστώ;
Σε τι να σου ορκιστώ;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Καθόλου να μην ορκιστείς. Ή, αν επιμένεις, ορκίσου
στον χαρισματικό εαυτό σου κι εγώ θα σε πιστέψω
γιατί εσύ είσαι ο μόνος μου θεός και το είδωλό μου.
Καθόλου να μην ορκιστείς. Ή, αν επιμένεις, ορκίσου
στον χαρισματικό εαυτό σου κι εγώ θα σε πιστέψω
γιατί εσύ είσαι ο μόνος μου θεός και το είδωλό μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αν της καρδιάς μου η λατρεία –
Αν της καρδιάς μου η λατρεία –
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ασ’ το, μην ορκίζεσαι! Παρ’ όλη τη χαρά μου που σε βλέπω,
χαρά δεν νιώθω για όσα συμφωνήσαμε απόψε: όλα γίναν
πολύ απότομα, παράτολμα και ξαφνικά, γίνανε
σαν την αστραπή που χάνεται προτού προλάβεις να πεις
«Αστράφτει!» Καληνύχτα, αγαπημένε. Μπορεί ο έρωτάς μας
που τώρα μπουμπουκιάζει να μεστώσει με την αύρα
του καλοκαιριού και όμορφο λουλούδι να έχει γίνει
όταν ξανασυναντηθούμε. Καληνύχτα, καληνύχτα.
Γλυκά κοιμήσου απόψε: να έχεις στην καρδιά
όση γαλήνη μου εχάρισε κι εμένα η βραδιά.
Ασ’ το, μην ορκίζεσαι! Παρ’ όλη τη χαρά μου που σε βλέπω,
χαρά δεν νιώθω για όσα συμφωνήσαμε απόψε: όλα γίναν
πολύ απότομα, παράτολμα και ξαφνικά, γίνανε
σαν την αστραπή που χάνεται προτού προλάβεις να πεις
«Αστράφτει!» Καληνύχτα, αγαπημένε. Μπορεί ο έρωτάς μας
που τώρα μπουμπουκιάζει να μεστώσει με την αύρα
του καλοκαιριού και όμορφο λουλούδι να έχει γίνει
όταν ξανασυναντηθούμε. Καληνύχτα, καληνύχτα.
Γλυκά κοιμήσου απόψε: να έχεις στην καρδιά
όση γαλήνη μου εχάρισε κι εμένα η βραδιά.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αχ, πώς μ’ αφήνεις τόσο απαρηγόρητο;
Αχ, πώς μ’ αφήνεις τόσο απαρηγόρητο;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποια παρηγοριά θα ήθελες γι’ απόψε;
Και ποια παρηγοριά θα ήθελες γι’ απόψε;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τον ίδιο όρκο πιστής αγάπης που σου ‘δωσα κι εγώ.
Τον ίδιο όρκο πιστής αγάπης που σου ‘δωσα κι εγώ.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αυτόν τον είχες πριν καν τον ζητήσεις: μακάρι
πίσω να τον έπαιρνα για να σ’ τον ξαναδώσω.
Αυτόν τον είχες πριν καν τον ζητήσεις: μακάρι
πίσω να τον έπαιρνα για να σ’ τον ξαναδώσω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Θες να τον πάρεις πίσω; Γιατί, αγάπη μου;
Θες να τον πάρεις πίσω; Γιατί, αγάπη μου;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Για να φανώ γενναιόδωρη και να σου τον ξαναχαρίσω.
Κοίταξε, κάνω ευχές για πράγματα που έχω!
Όλα σού τα προσφέρω, πέλαγος γίνομαι ανοιχτό,
Μ’ έρωτα απύθμενο για σένα: όσο σου δίνω έρωτα,
τόσο έχω περισσότερον, αφού είναι ατελείωτοι κι οι δύο.
Κάποιον ακούω μέσα. Γεια σου, αγάπη μου!
Για να φανώ γενναιόδωρη και να σου τον ξαναχαρίσω.
Κοίταξε, κάνω ευχές για πράγματα που έχω!
Όλα σού τα προσφέρω, πέλαγος γίνομαι ανοιχτό,
Μ’ έρωτα απύθμενο για σένα: όσο σου δίνω έρωτα,
τόσο έχω περισσότερον, αφού είναι ατελείωτοι κι οι δύο.
Κάποιον ακούω μέσα. Γεια σου, αγάπη μου!
(Η Παραμάνα φωνάζει από μέσα)
Έρχομαι, παραμάνα μου. Μοντέγο, να ’σαι πιστός!
Περίμενε λιγάκι, θα ξανάρθω.
Περίμενε λιγάκι, θα ξανάρθω.
(Βγαίνει η Ιουλιέτα)
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω ευλογημένη, ευλογημένη νύχτα! Πόσο φοβάμαι μήπως,
επειδή νύχτα είναι, τα βλέπω όλα σ’ όνειρο τόσο γλυκό
για να ’ναι αληθινό!
Ω ευλογημένη, ευλογημένη νύχτα! Πόσο φοβάμαι μήπως,
επειδή νύχτα είναι, τα βλέπω όλα σ’ όνειρο τόσο γλυκό
για να ’ναι αληθινό!
(Η Ιουλιέτα ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Δυο λόγια μόνο, Ρωμαίο μου, και μετά καληνύχτα οριστικά.
Εάν είναι στ’ αλήθεια τίμια η αγάπη που ομολόγησες
κι έχεις σκοπό τον γάμο, ειδοποίησέ με αύριο το πρωί
με κάποιον που θα έρθει να σε βρει εκ μέρους μου,
πού και πότε θέλεις να γίνει η τελετή, κι εγώ
αμέσως θ’ αποθέσω την τύχη μου στα πόδια σου
για να σ’ ακολουθήσω, κύριέ μου, ως τα πέρατα του κόσμου.
Δυο λόγια μόνο, Ρωμαίο μου, και μετά καληνύχτα οριστικά.
Εάν είναι στ’ αλήθεια τίμια η αγάπη που ομολόγησες
κι έχεις σκοπό τον γάμο, ειδοποίησέ με αύριο το πρωί
με κάποιον που θα έρθει να σε βρει εκ μέρους μου,
πού και πότε θέλεις να γίνει η τελετή, κι εγώ
αμέσως θ’ αποθέσω την τύχη μου στα πόδια σου
για να σ’ ακολουθήσω, κύριέ μου, ως τα πέρατα του κόσμου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
(Από μέσα) Κυρία!
(Από μέσα) Κυρία!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τώρα – έρχομαι! Αλλ’ αν δεν έχεις καλό σκοπό, σε ικετεύω …
Τώρα – έρχομαι! Αλλ’ αν δεν έχεις καλό σκοπό, σε ικετεύω …
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Κυρία!
Κυρία!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Έρχομαι, έρχομαι, είπα!... Σταμάτα να με γυροφέρνεις
και άσε με στον πόνο μου. Αύριο το πρωί σου στέλνω
τον άνθρωπό μου.
Έρχομαι, έρχομαι, είπα!... Σταμάτα να με γυροφέρνεις
και άσε με στον πόνο μου. Αύριο το πρωί σου στέλνω
τον άνθρωπό μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Μα ψυχή μου, σου λέω –
Μα ψυχή μου, σου λέω –
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Χίλιες φορές καλή σου νύχτα! Γεια σου!
Χίλιες φορές καλή σου νύχτα! Γεια σου!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Χίλιες φορές κατάμαυρη χωρίς τη φωτεινότητά σου.
Ο έρωτας τρέχει με λαχτάρα όταν έρωτα συναντάει
σαν το παιδί που από το μάθημα σχολάει·
αλλά ο έρωτας από τον έρωτα φεύγει μακριά
σαν το παιδί που πάει στο μάθημά του με βαριά καρδιά.
Χίλιες φορές κατάμαυρη χωρίς τη φωτεινότητά σου.
Ο έρωτας τρέχει με λαχτάρα όταν έρωτα συναντάει
σαν το παιδί που από το μάθημα σχολάει·
αλλά ο έρωτας από τον έρωτα φεύγει μακριά
σαν το παιδί που πάει στο μάθημά του με βαριά καρδιά.
(Η Ιουλιέτα ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ψψψψτ! Ρωμαίο, ψψψτ! Έι! Ω, να ’χα κυνηγού φωνή
για να φωνάξω πίσω το βασιλικό γεράκι μου!
Μα η σκλαβιά μιλάει σιγανά – δεν γίνεται φωνή να υψώσει!
Αλλιώς, θα γκρέμιζα το σπήλαιο της Ηχώς
και την αέρινη φωνή της θα έκανα βραχνότερη απ’ τη δικιά μου
βάζοντάς τη ν’ αντιλαλεί τ’ όνομα του Ρωμαίου μου.
για να φωνάξω πίσω το βασιλικό γεράκι μου!
Μα η σκλαβιά μιλάει σιγανά – δεν γίνεται φωνή να υψώσει!
Αλλιώς, θα γκρέμιζα το σπήλαιο της Ηχώς
και την αέρινη φωνή της θα έκανα βραχνότερη απ’ τη δικιά μου
βάζοντάς τη ν’ αντιλαλεί τ’ όνομα του Ρωμαίου μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Είν’ η ψυχή μου – και φωνάζει τ’ όνομά μου!
Ω, πόσο γλυκά αντηχεί η ασημένια γλώσσα των ερωτευμένων
μέσα στη νύχτα: σαν μουσική μαγευτική σ’ αυτί
που μόνο του σκοπό έχει ν’ ακούσει.
Είν’ η ψυχή μου – και φωνάζει τ’ όνομά μου!
Ω, πόσο γλυκά αντηχεί η ασημένια γλώσσα των ερωτευμένων
μέσα στη νύχτα: σαν μουσική μαγευτική σ’ αυτί
που μόνο του σκοπό έχει ν’ ακούσει.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ρωμαίο!
Ρωμαίο!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Λατρεία μου!
Λατρεία μου!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τι ώρα αύριο το πρωί να έρθει ο άνθρωπός μου;
Τι ώρα αύριο το πρωί να έρθει ο άνθρωπός μου;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Στις εννέα.
Στις εννέα.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Θα είν’ εκεί! Εννέα ακριβώς. Αλλά ως τότε θα είναι
σαν να πέρασαν είκοσι χρόνια! Ξέχασα γιατί σε φώναξα.
Θα είν’ εκεί! Εννέα ακριβώς. Αλλά ως τότε θα είναι
σαν να πέρασαν είκοσι χρόνια! Ξέχασα γιατί σε φώναξα.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Άσε – θα μείνω εδώ μέχρι να θυμηθείς.
Άσε – θα μείνω εδώ μέχρι να θυμηθείς.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Κι εγώ θα ξεχνάω, για να μένεις εσύ εδώ και να θυμάμαι
μόνο πόσο θέλω να σ’ έχω κοντά μου.
Κι εγώ θα ξεχνάω, για να μένεις εσύ εδώ και να θυμάμαι
μόνο πόσο θέλω να σ’ έχω κοντά μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κι εγώ θα μένω για να ξεχνάς συνέχεια εσύ
και πια να μην θυμάμαι πως έχω άλλο σπίτι.
Κι εγώ θα μένω για να ξεχνάς συνέχεια εσύ
και πια να μην θυμάμαι πως έχω άλλο σπίτι.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ξημερώνει, έπρεπε να ‘χες φύγει. Αλλά δεν θα ‘θελα να πας
μακρύτερα απ’ όσο κατοικίδιο πουλάκι, που πεταρίζει
λίγο πιο πέρα από το χέρι του αφέντη του, δέσμιο
το καημένο της μεταξένιας του κλωστής: γιατί η αγάπη
του αφεντικού του ζηλεύει και την παραμικρή ελευθερία!
Ξημερώνει, έπρεπε να ‘χες φύγει. Αλλά δεν θα ‘θελα να πας
μακρύτερα απ’ όσο κατοικίδιο πουλάκι, που πεταρίζει
λίγο πιο πέρα από το χέρι του αφέντη του, δέσμιο
το καημένο της μεταξένιας του κλωστής: γιατί η αγάπη
του αφεντικού του ζηλεύει και την παραμικρή ελευθερία!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Μακάρι να ήσουνα εσύ αφεντικό κι εγώ πουλάκι.
Μακάρι να ήσουνα εσύ αφεντικό κι εγώ πουλάκι.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Γλυκούλη μου, αυτό θα το ‘θελα κι εγώ · μα, σίγουρα,
θα σ’ έπνιγαν τα στοργικά μου χάδια. Καληνύχτα,
καληνύχτα. Ο χωρισμός είναι πόνος τόσο λύκος,
που θα σε καληνύχτιζα ωσότου ξημερώσει φως.
Γλυκούλη μου, αυτό θα το ‘θελα κι εγώ · μα, σίγουρα,
θα σ’ έπνιγαν τα στοργικά μου χάδια. Καληνύχτα,
καληνύχτα. Ο χωρισμός είναι πόνος τόσο λύκος,
που θα σε καληνύχτιζα ωσότου ξημερώσει φως.
(Βγαίνει η Ιουλιέτα)
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ύπνος γλυκός στα μάτια σου και στην ψυχή γαλήνη.
Να ήμουνα γαλήνη κι ύπνος για να ξεκουράσω εκείνη!
Τρέχω στο κελί του ιερέα – πνευματικού μου: θα του μιλήσω
για τη μεγάλη ευτυχία μου και τη βοήθειά του θα ζητήσω
Ύπνος γλυκός στα μάτια σου και στην ψυχή γαλήνη.
Να ήμουνα γαλήνη κι ύπνος για να ξεκουράσω εκείνη!
Τρέχω στο κελί του ιερέα – πνευματικού μου: θα του μιλήσω
για τη μεγάλη ευτυχία μου και τη βοήθειά του θα ζητήσω
(Βγαίνει)
..................................................
Κλασσικό έργο... εδώ απόσπασμα. Το τέλος είναι δραματικό.
Lamprini T.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου