Τὸ παλιό μας τὸ τραγούδι - Ναπολέων Λαπαθιώτης Το παλιό μας το τραγούδι, που τ’ ακούγαμε μαζί, τώρα που χαθήκαν όλα, ποιος θα το ’λεγε να ζη! Από τότε που η καρδιά μου σ’ έχασε παντοτινά, δεν το πίστευα ποτέ μου, για να τ’ άκουγα ξανά! Κι όμως να που τ’ άλλο βράδι (μόλις νύχτωνε, θαρρώ, μ’ έν’ αλλόκοτο φεγγάρι, μακρινό και καθαρό) καθώς γύριζα στην τύχη, μόνος μες στη γειτονιά, το ξανάκουσα και πάλι, και στην ίδια τη γωνιά! Και το γνώρισα και πάλι το τραγούδι π’ αγαπώ, κι ας μην έμοιαζε καθόλου, στο παλιό του το σκοπό. γιατί τώρα, δε σκορπούσε το καημό του το βαθύ, –μα βογγούσε, και θρηνούσε, μια φωνή που έχει χαθή. Πώς μου φάνηκε δε ξέρω, καθώς τ’ άκουγα ξανά, μα όλα, γύρω και βαθιά μου, γίναν έτσι σκοτεινά, που δυνάμωσα το βήμα, μες στο βράδυ το πικρό, με χαμηλωμένα μάτια, σα ν’ απάντησα νεκρό. ....................... Lamprini T.
H Καλοσύνη γλιστράει γύρω απ’ το σπίτι μου. Kindness glides about my house.
Η κυρά Καλοσύνη είναι τόσο καλή! Dame Kindness, she is so nice! Τα μπλε και κόκκινα πετράδια των δαχτυλιδιών της αχνίζουν
The blue and red jewels of her rings smoke
Μες στις βιτρίνες, οι καθρέφτες In the windows, the mirrors
Γεμίζουν χαμόγελα. Are filling with smiles.
Τι είναι τόσο αληθινό όσο το κλάμα ενός παιδιού; What is so real as the cry of a child? Ίσως το κλάμα ενός λαγού να ‘ναι πιο άγριο A rabbit's cry may be wilder
Όμως δεν έχει ψυχή. But it has no soul.
Η ζάχαρη θεραπεύει τα πάντα, έτσι λέει η Καλοσύνη. Sugar can cure everything, so Kindness says. Η ζάχαρη είναι αναγκαίον ρευστόν, Sugar is a necessary fluid,
Οι κρύσταλλοί της μικρό κατάπλασμα. Its crystals a little poultice. Ω Καλοσύνη, Καλοσύνη O kindness, kindness Που με γλύκα μαζεύεις κομμάτια! Sweetly picking up pieces! Τα γιαπωνέζικα μεταξωτά μου, απελπισμένες πεταλούδες, My Japanese silks, desperate butterflies, Μπορεί να καρφιτσωθούν όποτε να ναι, May be pinned any minute,
έχοντας πάρει αναισθητικό. anesthetized.
Και να σου έρχεσαι, μ’ ένα φλιτζάνι τσάι And here you come, with a cup of tea Στεφανωμένο με ατμούς. Wreathed in steam.
Ο αιμάτινος πίδακας είναι ποίηση, The blood jet is poetry,
Τίποτε δεν τον σταματάει. There is no stopping it. Μου δίνεις να κρατήσω δυο παιδιά, δυο τριαντάφυλλα. You hand me two children, two roses.
Απόδοση από τα αγγλικά: Κλεοπάτρα Λυμπέρη Πίνακας:The Silk Kimono by Lee Lufkin Kaula (1865 – 1957)
Είμαι του ήλιου θυγατέρα* η πιο απ’ όλες χαϊδευτή, χρόνια η αγάπη του πατέρα σ’ αυτόν τον κόσμο με κρατεί. Όσο να γείρω νεκρωμένη, αυτόν το μάτι μου ζητεί. Είμαι η ελιά η τιμημένη!
Φρίκη, ερημιά, νερό, σκοτάδι, τη γη τη θάψαν μια φορά. Εμέ ζωής φέρνει σημάδι στο Νώε η περιστερά. Όλης της γης είχα γραμμένη την ομορφάδα και χαρά. Είμαι η ελιά η τιμημένη!
Όπου κι αν λάχω* κατοικία, δεν μου απολείπουν οι καρποί. Ως τα βαθιά μου γερατεία δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή. Μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη κι είμαι γεμάτη προκοπή. Είμαι η ελιά η τιμημένη!
Εδώ στον ίσκιο μου αποκάτου ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά Του λίγο προτού να σταυρωθεί. Το δάκρυ Του, δροσιά αγιασμένη, έχει στη ρίζα μου χυθεί. Είμαι η ελιά η τιμημένη!
Όταν καμμιά φορά γυρίσω πίσω και κοιτάξω μες στο μακρύ δρόμο, πάντα στο βάθος βλέπω ένα παιδί. Τροφοδοτεί με τα λυπημένα μάτια του τα ποιήματά μου. ................. Υπέροχος... Lamprini T. ποιήματα, Χρήστος Λάσκαρης (1931 –2008) από : Constantine Saridakis
Nάμαστε και μεις... από την παρουσίαση των βιβλίων μου "Ποίηση του λεπτού... " και "Ποίηση του λεπτού... για παιδιά... " με ζωγραφιές, στο Bowling, στον Πειραιά... το Σάββατο 23.11.19!!!
Ευχαριστώ τις φίλες φωτογράφους, γιατί εγώ δεν ήμουν σε θέση... για φώτο... :) ...
23.11.19
by lamprini
Aπό Βικιπαιδεια
Το ποίημα In Flanders Fields («Στις πεδιάδες της Φλάνδρας») είναι ένα από τα πιο φημισμένα ποιήματα σε αγγλική γλώσσα με θέμα τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Γράφτηκε στις 3 Μαΐου του 1915 από τον Καναδό αντισυνταγματάρχη John McCrae, ο οποίος υπηρετούσε ως νοσοκόμος αξιωματικός στο ιατρικό σώμα των Δυνάμεων του Καναδά. Την προηγούμενη ημέρα, ένας φίλος του είχε πέσει στην δεύτερη μάχη της Φλάνδρας κοντά στο Υπρ. Η παπαρούνα έγινε το σύμβολο των πεσόντων. Οι στίχοι
In Flanders Fields Στις πεδιάδες τις Φλάνδρας,
In Flanders fields the poppies blow Στις πεδιάδες τις Φλάνδρας, παπαρούνες ανθίζουν
Between the crosses, row on row, Ανάμεσα στους σταυρούς σειρά με σειρά,
That mark our place; and in the sky Την δικιά μας θέση έτσι θυμίζουν. ...
The larks, still bravely singing, fly Κορυδαλλοί θαρραλέα πετώντας,
Scarce heard amid the guns below. αψηφούν των όπλων την κλαγγή σπάνια κελαηδίσματα τραγουδώντας.
We are the dead. Short days ago Είμαστε οι νεκροί. Πριν λίγες μέρες,
We lived, felt dawn, saw sunset glow, ζήσαμε, νιώσαμε την αυγή και είδαμε την ομορφιά της δύσης.
Loved, and were loved, and now we lie Αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε, και τώρα κειτόμαστε
In Flanders fields. στις πεδιάδες τις Φλάνδρας.
Take up our quarrel with the foe: Κράτα αυτό που έμεινε από την μάχη μας με τον εχθρό.
To you from failing hands we throw Σε σένα τ’ αδύναμά μας χέρια παραδίδουν
The torch; be yours to hold it high. τον πυρσό. Κάνε τον δικό σου, κράτα τον ψηλά.
If ye break faith with us who die Και αν η πίστη σου καμφθεί για μας που ‘χουμε πεθάνει
We shall not sleep, though poppies grow δεν θα κοιμηθούμε ποτέ, όσο φυτρώνουν παπαρούνες
In Flanders fields στις πεδιάδες της Φλάνδρας
Το ποίημα In Flanders Fields («Στις πεδιάδες της Φλάνδρας») είναι ένα από τα πιο φημισμένα ποιήματα σε αγγλική γλώσσα με θέμα τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Γράφτηκε στις 3 Μαΐου του 1915 από τον Καναδό αντισυνταγματάρχη John McCrae, ο οποίος υπηρετούσε ως νοσοκόμος αξιωματικός στο ιατρικό σώμα των Δυνάμεων του Καναδά. Την προηγούμενη ημέρα, ένας φίλος του είχε πέσει στην δεύτερη μάχη της Φλάνδρας κοντά στο Υπρ. Η παπαρούνα έγινε το σύμβολο των πεσόντων. Οι στίχοι
In Flanders Fields Στις πεδιάδες τις Φλάνδρας,
In Flanders fields the poppies blow Στις πεδιάδες τις Φλάνδρας, παπαρούνες ανθίζουν
Between the crosses, row on row, Ανάμεσα στους σταυρούς σειρά με σειρά,
That mark our place; and in the sky Την δικιά μας θέση έτσι θυμίζουν. ...
The larks, still bravely singing, fly Κορυδαλλοί θαρραλέα πετώντας,
Scarce heard amid the guns below. αψηφούν των όπλων την κλαγγή σπάνια κελαηδίσματα τραγουδώντας.
We are the dead. Short days ago Είμαστε οι νεκροί. Πριν λίγες μέρες,
We lived, felt dawn, saw sunset glow, ζήσαμε, νιώσαμε την αυγή και είδαμε την ομορφιά της δύσης.
Loved, and were loved, and now we lie Αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε, και τώρα κειτόμαστε
In Flanders fields. στις πεδιάδες τις Φλάνδρας.
Take up our quarrel with the foe: Κράτα αυτό που έμεινε από την μάχη μας με τον εχθρό.
To you from failing hands we throw Σε σένα τ’ αδύναμά μας χέρια παραδίδουν
The torch; be yours to hold it high. τον πυρσό. Κάνε τον δικό σου, κράτα τον ψηλά.
If ye break faith with us who die Και αν η πίστη σου καμφθεί για μας που ‘χουμε πεθάνει
We shall not sleep, though poppies grow δεν θα κοιμηθούμε ποτέ, όσο φυτρώνουν παπαρούνες
In Flanders fields στις πεδιάδες της Φλάνδρας
ΚΙ Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Στα πεδία της Φλάνδρας
Στα πεδία της Φλάνδρας οι παπαρούνες ανθίζουν
Ανάμεσα στους σταυρούς, σειρά με σειρά,
που υποδεικνύουν την θέση μας, και στον ουρανό
Οι κορυδαλλοί, τραγουδώντας, ακόμα, γενναία, πετούν,
μετά βίας ακούγονται ανάμεσα στα όπλα κάτω.
Είμαστε οι νεκροί. Λίγες μέρες πριν
Ζήσαμε, αισθανθήκαμε την αυγή, είδαμε το ηλιοβασίλεμα να λάμπει,
Αγαπήσαμε, και αγαπηθήκαμε, και τώρα κειτόμαστε
στα πεδία της Φλάνδρας.
Ανάλαβε την διαμάχη μας με τον εχθρό,
σε σένα, από τα αδύναμά μας χέρια, ρίχνουμε
τον πυρσό, να γίνει δικός σου για να τον κρατάς ψηλά
Και αν η πίστη σου λυγίσει με μάς που πεθαίνουμε
δεν θα κοιμηθούμε, αν και οι παπαρούνες μεγαλώνουν
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ Έχουμε την χαρά να σάς προσκαλέσουμε στην παρουσίαση των βιβλίων μου "Ποίηση του λεπτού... " και "Ποίηση του λεπτού... για παιδιά..." με ζωγραφιές
που θα γίνει στον Πειραιά, στο Bowling Center-Λαδόκολλα (πίσω από τον
Προφήτη Ηλία), οδός Χανίων 10, το Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2019, και ώρα 7
το απόγευμα. Θα χαρούμε, ιδιαιτέρως, να σάς δούμε! Η παρουσίαση θα συνοδευτεί με τραγούδια από την συγγραφέα. Μετά τιμής, Λαμπρινή Τζούρκα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΣΟΤΡΑΣ
"Ποίηση του λεπτού... " και "Ποίηση του λεπτού... για παιδιά..." με ζωγραφιές
Η Βασιλική, μετά από 35 χρόνια εργασίας, πήρε επιτέλους το εφάπαξ. 25.000 ευρώ. Καθόλου άσχημα, αν σκεφθεί κανείς ότι τόσα χρόνια κουραζότανε στον φούρνο, αφού είχε να ξυπνήσει πριν ξημερώσει για να ετοιμάσει το ψωμί των πελατών της.
στον φούρνο
Α, έκανε ωραίο ψωμί, ο φούρνος της κυρα - Βασιλικής. Ερχόντουσαν και από τις πέρα γειτονειές για να το αγοράσουνε. Όλα κι όλα. Είχε σταθερή πελατεία κι η ίδια ήταν συνεπής. Επί 35 χρόνια ξυπνούσε νωρίς για να είναι όλα στην εντέλεια.
στην εντέλεια.
Και τώρα, έδρεψε τους κόπους της. 25.000 ευρώ.
Δεν ήξερε τι να κάνει τόσα χρήματα. Κάτι θα σκεφτότανε όμως, μιας και είχε δυο αγόρια ανύπαντρα κι ένα σπίτι ετοιμόρροπο.
ετοιμόρροπο
Σίγουρα θα πηγαίνανε σε καλή μεριά. Θα κρατούσε κάτι για αποταμίευση και τα υπόλοιπα θα τα χρησιμοποιούσε για να επισκευάσει το σπιτικό της. Αυτό ήταν η καλλίτερη λύση γι' αυτά τα χρήματα, τα χρήματα των κόπων μιας ζωής. Πριν τα πράξει όλα αυτά, όμως, κάπου έπρεπε να τα κρύψει. Πού όμως;
"Α, αυτό ήτανε", σκέφτηκε, και τα τοποθέτησε στην καλλίτερη κρυψώνα και τα ξέχασε... εκεί. Ώσπου μια μέρα, ήρθε η ώρα η καλή όπου έπρεπε να τα πάρει για να κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα... Μα, πού ήτανε τα χρήματα; Εξαφανίστηκαν, μαζύ με τους νοικάρηδές της, κάτι εργάτες που δουλεύανε στα κτήματα για τον τρύγο.
τρύγος
Τι είχε συμβεί, λοιπόν;
Εκείνο το πρωϊνό του Σαββάτου, η Βασιλική έφυγε νωρίς από το σπίτι για να κάνει τα πρωϊνά της ψώνια. Είχε αποφασίσει να κάνει ένα μικρό γλέντι μιας που τα χρήματα του εφάπαξ θα ρευστοποιούνταν συντόμως και θα πηγαίνανε σε καλή μεριά. Πίσω, στο σπίτι είχανε μείνει τα δυο της αγόρια. Ο Γιάννης, ο μεγαλύτερος ετοιμαζότανε να πάει για ψάρεμα. Του άρεσε να μαζεύει όστρακα
όστρακα
και να τα πουλάει μετά, βγάζοντας ένα καλό χαρτζιλίκι. Ο μικρότερος ο Γιώργος θα έμενε στο σπίτι, γιατί έπρεπε να διαβάσει για ένα τεστ, που είχε βάλει ο δάσκαλός του, για την Δευτέρα. Χτυπάει η πόρτα,
η πόρτα
λοιπόν κι ανοίγει ο Γιάννης. Ήταν οι νοικάρηδές τους.
"Ήρθαμε για να μάς δώσετε τον φούρνο μικροκυμάτων σας. Χάλασε η κουζίνα μας και πρέπει να ζεστάνουμε επειγόντως το φαγητό που θα πάρουμε στα κτήματα, Γιάννη", είπε ένας από τους νοικάρηδες. "Α, φεύγω τώρα", είπε ο Γιάννης και συνέχισε, "μέσα είναι ο Γιώργος, πείτε το σ' αυτόν." Κι προχώρησε προς την αυλή. "Θα σάς τον δώσω εγώ," πετάχτηκε ο Γιώργος, που είχε ακούσει τι ζητάγανε οι νοικάρηδές τους. " Έχουμε καιρό να τον χρησιμοποιήσουμε, και μάλλον δεν θα τον χρειαστεί η μητέρα μου." Και έτσι τους έδωσε τον φούρνο τους, των μικροκυμάτων.
τον φούρνο τους, των μικροκυμάτων
Είναι γεγονός ότι είχε καιρό να χρησιμοποιηθεί, και θα έκανε καιρό να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον, και από τους νοικάρηδες. Πήραν τον φούρνο στο δωμάτιό τους, βρήκανε μέσα τις 25.000. Μαζέψανε τα απαραίτητα σε μία βαλίτσα και φύγανε μακρυά, να γλεντήσουνε με τον θησαυρό τους.
Κι έμεινε πίσω η κυρα - Βασιλική να κάνει όνειρα... για το μέλλον της,
όνειρα...
χωρίς χρήματα. "Πες ότι ήρθε μια κατεβασιά και τα παρέσυρε", έλεγε διαρκώς στον εαυτό της, για να τον παρηγορήσει. Όχι, τον Γιώργο δεν τον τιμώρησε. Τι έφταιγε και το παιδί; Δεν γνώριζε για τον κρυμμένο εφάπαξ στον φούρνο μικροκυμάτων τους. Άλλωστε, είχανε καιρό να τον χρησιμοποιήσουνε.