ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

 Ποίηση του λεπτού... και Ποίηση του λεπτού... για παιδιά... (με ζωγραφιές)... 

                                                    ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ 
  Ήρθε κι η ώρα της Αθήνας, μετά την παρουσίαση των βιβλίων μου στο Πέραμα.       Έχουμε την χαρά να σάς προσκαλέσουμε στην Αθήνα, το Σάββατο 9 Νοεμβρίου   2019, για να διαβάσουμε μαζύ τα δύο βιβλία μου, την 
 "Ποίηση του λεπτού..." και την "Ποίηση του    λεπτού... για παιδιά..." (με ζωγραφιές)... 

    Θα υπάρξει μία πρώτη γνωριμία γι' αυτά, από φίλες, την κυρία Αντιγόνη -  Καρμέλα Σώρρου (συγγραφέα) και την κυρία Βάλη Μπαξεβάνη και μία μικρή  μουσική ανάσα από την γράφουσα με τραγούδι και ακκορντεόν.  
    Ραντεβού στο Θησείο, λοιπόν, στην "ΚΑΠΠΑΡΗ" (Ακάμαντος 28) το Σάββατο   9/11/19 στις 6 το απόγευμα.
                                                                              Μετά τιμής, 
                                                                       Λαμπρινή Τζούρκα
                                                                        ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΣΟΤΡΑΣ







ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟY ΤΟ ΚΟΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟ

Μάς αρέσει ο αείμνηστοςΤσάτσος...
Κωνσταντίνος Τσάτσος

 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟY   

ΤΟ ΚΟΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

Μπρος στο δικό σου κόνισμα,
που ήτανε της γιαγιάς, της προγιαγιάς μου
το άγιο κόνισμα
το ασημωμένο
της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας
που λεν πως είναι
της θάλασσας η Παναγιά,
των πειρατών, των πλάνητων
και των ξεριζωμένων.
Στο κόνισμά σου μπρος
σταυροκοπιέμαι
καλά-καλά δεν ξέρω, κάποτε
αν είσαι Εσύ, μητέρα μου,-
ή αν είναι Εκείνο,
όμως κάτι άξιο και άχραντο είναι
ένα μονάκριβο για μένανε,
μέσα στα απέραντα του κόσμου.







Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940.




Γιώργου Σεφέρη "Μέρες"

Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940.
Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρείς και μισή μια φωνή από το τηλέφωνο με ξύπνησε: "`Εχουμε πόλεμο". Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.
Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυό - τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δεί τον Μεταξά στις τρείς. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο Πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.
..........
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη "Μέρες" (Γ' τόμος, Απρίλης 1934 - Δεκέμβρης 1940)









Οδυσσέας Ελύτης- Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας



αχ


Οδυσσέας Ελύτης- Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
(
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!