Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Νάνος Βαλαωρίτης, Χάσαμε τ' αυτοκίνητα,




ΠΗΓΗ :  Νάνος Βαλαωρίτης (Nanos Valaoritis)...

Χάσαμε τ' αυτοκίνητα, τα κινητά μας, τα ακίνητά μας, τα επιδόματα του Πάσχα και των Χριστουγέννων.

Χάσαμε τον Ύπνο μας τη δουλειά μας, το μαγαζάκι, το καφενείο, την επιχείρηση, ρούχων, παπουτσιών, την ιστορία μας, το 1821, τη Σμύρνη, τη Μικρά Ασία.

Χάσαμε την Αξιοπρέπειά μας, την μπέσα μας , τις πνευματικές μας αξίες, τις αξίες στο Χρηματιστήριο.


Χάσαμε τη βυζαντινή μας ταυτότητα, ως γνήσιοι Έλληνες απόγονοι εκείνων των άλλων Ελλήνων που θαυματούργησαν Χωρίς δάνεια, Χωρίς θέσεις στο δημόσιο, Αργομισθίες στις ΔΕΚΟ, στη Λυρική σκηνή, στη Δημόσια Τηλεόραση.


Χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια μας, τα βρακιά μας τα εισοδήματα απ' τους τεράστιους φόρους, τα ξενοδοχεία μας, τα πλοία τα εμπορικά, τα πλοία της γραμμής, τη φήμη μας στο εξωτερικό, τους φίλους μας, που μας άφησαν χωρίς να το αντιληφθούμε ... μια νύχτα βροχερή, συννεφιασμένη...
Τι μας έμεινε;


Ο Ήλιος ο Πρώτος, ο Δεύτερος, ο Τρίτος, ο Ηλιάτορας, ο νοητός, ο Αυτονόητος, μας έμειναν τα Νησιά με τα καφετιά τους βράχια, που ήταν ωραία κάποτε, η θάλασσα με τα γαλάζια κύματα, με τα καράβια, τα φέρι μποτ, τα ιστιοφόρα. Μας έμεινε το Φεγγάρι, αφερέγγυο και αυτό, μας έμειναν τα βουνά, τα φαράγγια, οι λίμνες, τα δάση αν δεν είχαν καεί ακόμα, οι ακρογιαλιές, οι αμμουδιές για μπάνιο, το χαρτί και το στυλό να γράφουμε τα ποίηματά μας και να τα πετάμε στο κάλαθο των αχρήστων, ποιος θα πληρώνει το χαρτί και το μελάνι, να τα δημοσιέψει.


Μας έμειναν τα ωραία Κορίτσια με τα μακριά μαλλιά, και τα νέα Παλικάρια, με τ' αξούριστα γένια, άνεργοι οι περισσότεροι,μας έμειναν οι επιγραφές στις πόρτες, Ανοιχτό, Κλειστό, Σύρατε, Σπρώξτε, οι παράξενες φήμες, οι φακές, τα μακαρόνια, τα καλαμαράκια, τα σουβλάκια, τα κρασιά, για να ξεχάσουμε αυτά που χάσαμε, τις φιλενάδες μας στις ξένες χώρες, τις σπουδές μας στο εξωτερικό, και τα ηχηρά παρόμοια.


Μας έμεινε ο Όμηρος, αν έχουμε καιρό να τον διαβάσουμε, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας..


.......................


από φίλη στο φέις... 

Lamprini T. 








Σούλα Κοκολογιάννη,‎ Κι αφού κανείς δεν πήρε ,αφιερωμένο στην νέα φίλη του μπλογκ Μαρία Πλατάκη, Καλώς την

το φεγγάρι 

Κι αφού κανείς δεν πήρε την ευθύνη του χαμού
την πήρε όλη το φεγγάρι.
Και μάτωσε..
Από την αγωνία του πατέρα να σώσει τα παιδιά του..
Από την κραυγή της μάνας που βαλε το σώμα της
μπροστά στη φωτιά..
Από το κλάμα του κοριτσιού που έπεφτε απ’ το βράχο
στην αγκαλιά της θάλασσας..
Από το θάρρος της ηλικιωμένης που έσωσε τα εγγονάκια της και γύρισε στο πλευρό του άρρωστου συντρόφου της προτιμώντας να καεί μαζί του..
Μάτωσε κι απ’ τα κλάματα των ζωντανών..
Και βγήκε κατακόκκινο απ’ το αίμα τόσων ανθρώπων
σ’ ένα ουρανό αμίλητο και σταχτί..


ΠΗΓΗ : Σούλα Κοκολογιάννη  (κλικ στο όνομα... ) Και η πηγή της φώτο είναι εκεί...

...................

Τα λέει όλα...

Lamprini T.


ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ

https://www.facebook.com/100005503260242/posts/869269756599792/



ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ

Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους… Ήτο I ο ύ λ ι ος. … Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.

Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:

"Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου"


.................................................

Lamprini T.